Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, Αργύρη Χιόνη (εκδ. Κίχλη, 2009)– ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ
<<Είμαστε όνειρα που ονειρεύονται>>, πιστεύει ο Αργύρης Χιόνης.
Ένα βιβλίο γραμμένο <<για μικρομέγαλα παιδιά και μεγαλόμικρους ενήλικες>>, κομψοτέχνημα λόγου, πολύτιμη μινιατούρα στοχασμού και έκφρασης, προκάλεσε ευχάριστα την αισθητική και το ενδιαφέρον μου, πράγμα σπάνιο τώρα πια. Δύσκολα ανακαλύπτω μέσα στο πλήθος των αναγνώσεων κείμενα που ως γραφή αντέχουν σε κρίσεις και συγκρίσεις, κείμενα εμπνευσμένα και δουλεμένα με μεράκι και γνώση που έχουν κάτι να πουν και δημιουργούν έναν ιδιαίτερο κόσμο.
Κριτική από Εύη Ζερβού Καλλιακούδη
Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες που θεωρήθηκε συλλογή διηγημάτων, κέρδισε άλλωστε το κρατικό βραβείο διηγήματος 2009, μου χάρισε απολαυστικές στιγμές ανάγνωσης. Αυτή την αναγνωστική εμπειρία θέλω να μοιραστώ μαζί σας.
Πρώτα απ΄όλα τα αφηγήματα του μικρού τόμου, αυτά τα ίδια αποτελούν ένα αίνιγμα. Είναι άραγε διηγήματα; Ή μήπως είναι παραμύθια; Ή μήπως είναι <<ιστορίες για μικρομέγαλα παιδιά και μεγαλόμικρους ενήλικες>>, όπως δηλώνει ο δημιουργός τους. Ας τα θεωρήσουμε, κατ΄οικονομία, ως συνθέσεις που έχουν πολύ καλά χωνέψει χαρακτηριστικά και των τριών γραμματειακών ειδών.
Το σίγουρο είναι ότι τα έγραψε ένας σπουδαίος ποιητής της γενιάς του 70, ο Αργύρης Χιόνης, ποιητής ως τις άκρες των δακτύλων του, που πριν μας αφήσει οριστικά, σχετικά πρόσφατα, αποφάσισε στα χρόνια της ωριμότητας να αφηγηθεί σε πεζό λόγο σύντομης έκτασης ιστορίες. Τον βλέπω σκυμμένο στα χαρτιά του, ωραίο και μόνο, ψηλά στο Θροφαρί της Κορινθίας, παραδομένο σε υπαρξιακές αναζητήσεις, να μετουσιώνει δημιουργικά και συνάμα μυστικά και αβίαστα τις πολλές αναγνώσεις του. Αρχαίος μύθος, Παλαιά Διαθήκη, τα παραμύθια της γιαγιάς Ειρήνης, το έργο του A. Camus και η έννοια του παράλογου, το θέατρο του Μπέκετ με τις σιωπές και την αδράνεια των προσώπων ,η ποίηση του Καβάφη και η καβαφική ειρωνεία είναι αγαπημένα κείμενα του Χιόνη που εκβάλλουν <<ανεπαισθήτως>>, όπως θα έλεγε ο Αλεξανδρινός ποιητής, και διακριτικά στις <<αφύσικες ιστορίες >> του. Άλλωστε είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στη Λογοτεχνία. Η νεωτερικότητα κάθε φορά πηγάζει, ή τουλάχιστον σχετίζεται με την παράδοση, ακόμη και όταν την ανατρέπει.
Στιγμές στοχασμού και ευθύνης, στιγμές σιωπής και θλίψεων βρίσκουν το βηματισμό τους στις γραμμές των 11 αφηγημάτων του βιβλίου, που απαντούν, όπως φαίνεται, σε μια εσωτερική ανάγκη για παραμυθία του ίδιου του λογοτέχνη. Θυμάμαι ότι κάπως ανάλογα έγραφε ο Άντερσεν, που απηύθυνε τις ιστορίες του στον εαυτό του, ιστορίες εις εαυτόν , για να τις <<ακούει>> ο ίδιος και να αισθάνεται γαληνεμένος, όταν πληγωνόταν από τον εξωτερικό κόσμο.
Ο παραμυθάς Χιόνης τελειώνει τις περισσότερες ιστορίες του με ένα σύντομο, λίγων λέξεων επιμύθιο. Ένα επιμύθιο που διατυπωμένο ως εμβληματική φράση, περικλείει μια στάση ζωής και δεν αφήνει καθόλου αδιάφορο τον αναγνώστη. Κάποιες φορές το επιμύθιο αποπνέει μια λεπτή ειρωνεία και καθώς δεν φτάνει τα όρια του σαρκασμού μας προκαλεί ένα μειδίαμα αμηχανίας, απορίας και ευχαρίστησης. Εσείς πώς νοιώθετε, όταν διαβάζετε τη φράση: <<Φύτεψε κι εσύ έναν ανδριάντα. Μπορείς!>> (σελ. 84) ή <<Αν δεν προλάβεις να πεθάνεις νέος, πεθαίνεις νάνος>>. (σελ. 31) (Ας σημειωθεί ότι μόνο το επιμύθιο της Απουσίας έχει κάποια έκταση, αλλά πώς να μιλήσεις για θέματα υπαρξιακά με τρόπο λακωνικό, χωρίς να τα ψαλιδίσεις;)
Ο δημιουργός οδηγεί τον αναγνώστη, αλλά, εκτιμώ, και τον εαυτό του σε μια λυτρωτική κάθαρση, που υπερβαίνει την αγαθή αισιοδοξία του ευτυχισμένου τέλους και παίρνει τη μορφή της αντεστραμμένης εικόνας ή της ανατροπής ή του απροσδόκητου Η έκπληξη που νοιώθει ο αναγνώστης, όταν το αδύνατο γίνεται αναπάντεχα δυνατό, είναι αίσθημα τονωτικό και ενθαρρυντικό. Ο Χιόνης, σε πείσμα των καιρών, διασώζει το όνειρο, τολμά να προτείνει και μας επιτρέπει την ελπίδα.. Ως αναγνώστες συμφιλιωνόμαστε με τα δύσκολα μέσα από το χιούμορ, που, ακόμη και όταν αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση, τα κάνει όλα πιο ανάλαφρα και πιο διαχειρίσιμα. Το ιδιότυπο χιούμορ και τα ηχητικά λεκτικά παιχνίδια είναι χαρακτηριστικά της ποίησης του ΄70. Ο αφηγητής – ποιητής, αν και γράφει σε πεζό λόγο, δεν μπορεί – ούτε θα ήθελε άλλωστε- να απαρνηθεί τα συστατικά της ποίησης : ο λόγος είναι λιτός και πυκνός, απουσιάζουν οι περιττές πληροφορίες, λείπουν εντελώς, όπως είναι αναμενόμενο, οι σχοινοτενείς περιγραφές. Ο αναγνώστης, επίσης, ενώ διαβάζει πρόζα αισθάνεται την μουσικότητα των λέξεων και ανακαλύπτει κομμάτια από τον κόσμο της ποίησης (ακόμη και μια μορφή ρίμας σε κάποια σημεία). <<Ο λόγος πρέπει να ρέει απρόσκοπτα, μουσικά, οι συλλαβές των προτάσεων να είναι ζυγισμένες και μετρημένες με ακρίβεια, ενίοτε μάλιστα ( χάριν παιδιάς ή ειρωνείας ) να υπάρχουν μέτρο και εσωτερικές ομοιοκαταληξίες>>.
Στα κείμενα υπάρχει μια διάχυτη χαμηλόφωνη μελαγχολία, αλλά και μια δυνάμει δημιουργική διάθεση που υποβαθμίζει τα αγωνιώδη αι- σθήματα. Ο ίδιος άλλωστε ο δημιουργός έχει δηλώσει ότι το έργο του ανήκει στο ρεύμα του ηρωικού ή αγωνιστικού πεσσιμισμού. Στις εκδοχές του τέλους, ποιητική συλλογή, ο Χιόνης γράφει: <<Mε ήτα η ζωή τελειώνει. Με ήττα, επίσης>>. Η ερημιά, η ασφυξία, η απουσία, η εξουσία, η φθορά, η αίσθηση του κενού υπάρχουν στα πεζά του κείμενα ,αλλά δίνονται με σύμβολα και μυθοποιητικά στοιχεία, τόσο καλά μαστορεμένα, που αρχικά έχεις την αίσθηση ως αναγνώστης ότι όλα κυλούν γλυκά και αθώα, σχεδόν παραμυθένια. Σκέφτεσαι ότι οι στίχοι του Γ. Σεφέρη πραγματώνονται στο έργο Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες. <<Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ΄ακούς γλυκότερα κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι αμίλητη και προχωράει>>.
Θέλω να πω ότι το παραμύθι του Χιόνη σμίγει με τον φιλοσοφικό στοχασμό και το δοκίμιο. Είναι το παραπέτασμα που καλύπτει ό,τι είναι δύσκολο, δυσάρεστο και τραυματικό. Σε οδηγεί, όμως, στην ανακάλυψη και, υπό προυποθέσεις, στην υπέρβαση.Και κάτι ακόμη: σμίγει και με την ποίηση.
Έτσι η ιστορία με το χάλκινο άγαλμα που κινείται και μετακινείται (Ο ανδριάντας, σελ.69) και τελικά βρίσκεται (μέχρι σήμερα; ) στην καρδιά του δάσους <<σε ξαπλωτή, αναπαυτική στάση,….τυλιγμένο στοργικά από έναν δροσερό, πλατύφυλλο κισσό >>,όταν γίνεται στίχος αποκωδικοποιείται πιο εύκολα. Γίνεται: <<…το δάσος που επιστρέφει Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν παραιτήθηκε Από αυτό που της ανήκει Και που της πήραμε με τόσο δόλο( Α. Χιόνη, Μικρή φυσική ιστορία, ποίημα ΚΒ΄ ).
Τι να κρατήσουμε από το έργο του Αργύρη Χιόνη; Θα έλεγα να ακολουθήσουμε προσωπικούς δρόμους και διαδρομές και να επιλέξουμε ό,τι εκφράζει τον καθένα μας. Εγώ κρατώ τον παλμό του λόγου και την ψυχή του νοήματος, που πάνε άλλωστε μαζί και δεν διαχωρίζονται για κανένα λόγο.
Σχολιάστε