Το βιβλιοπωλείο των μικρών θαυμάτων της Monica Gutierrez, Μεταίχμιο,2021
Είναι ευπώλητο. Είναι ανάλαφρο και ευκολοδιάβαστο. Διαβάζοντάς το περνάμε ευχάριστα. Στο οπισθόφυλλο χαρακτηρίζεται ως ανάγνωσμα feel good (ακόμη και στα βιβλία η υβριδική ελληνοαγγλική!), όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον κινηματογράφο και αργότερα στη λογοτεχνία, για να δηλώσει τη θετική διάθεση που δημιουργείται στον αναγνώστη.
Ίσως η απαισιόδοξη ατμόσφαιρα της εποχής μας ευνοεί αναγνώσματα με εύκολη γλώσσα, απλή δομή, θετικούς και προβλέψιμους χαρακτήρες και αίσιο τέλος.
Κομβικός χώρος, όπου διαδραματίζεται ο μύθος, είναι ένα παλαιό λονδρέζικο διώροφο βιβλιοπωλείο με ξύλινη μπλε πρόσοψη, ξύλινο πάτωμα και σκάλα από σφυρήλατο σίδερο. Βρίσκεται στην περιοχή του Τεμπλ. Η περιγραφή των χώρων γίνεται σε κάποια σημεία ατμοσφαιρική και ο αναγνώστης την «εισπνέει» ευχάριστα.
Την Πέμπτη, στη «ρομαντική γωνιά» του βιβλιοπωλείου οι ήρωες/ηρωίδες απολαμβάνουν τσάι με μπισκότα και κέικ. Στην παρέα τους ανακατεύονται όλες οι ηλικίες και πολλά ενδιαφέροντα επαγγέλματα. Είναι ο μελλοντικός αστροναύτης Όλιβερ Τουίστ, ο διανοούμενος ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου Έντουαρτ Λίβινγκστον, η δραστήρια εκδότρια ενός μικρού εκδοτικού οίκου Σιμόν Κλαρκ, η αρχαιολόγος Άγκνες Μαρτί από τη Βαρκελώνη, που περπατάει ξυπόλητη, διαβάζει μεγαλόφωνα Πήτερ Παν και μοιάζει «να έχει δραπετεύσει από ταινία του Τιμ Μπάρτον». Ακούμε αποσπάσματα από έργα της κλασικής και της νεότερης λογοτεχνίας, με τη φωνή του βιβλιοπώλη, που με απίστευτη δεξιοτεχνία επικαιροποιεί τα κείμενα.
Η νύχτα που περνούν στο βιβλιοπωλείο για να δουν με το τηλεσκόπιο τον έναστρο ουρανό, μέσα από τον φεγγίτη – πυραμίδα στην οροφή του βιβλιοπωλείου, γυρίζει τον αναγνώστη στις πιο γοητευτικές παιδικές νυχτερινές εξορμήσεις εξερεύνησης.
Ένα εύρημα, που δίνει μια πτυχή αστυνομικής διάστασης στο μυθιστόρημα, έχει σχέση με την απώλεια ενός χειρογράφου. Εξαφανίζεται από την προθήκη του βιβλιοπωλείου ένα ιστορικό οικογενειακό κειμήλιο, το τετράδιο – ημερολόγιο ενός προγόνου του Λίβινγκστον, του βιβλιοπώλη. Η συγκεκριμένη επινόηση δίνει τη δυνατότητα στη συγγραφέα να προσθέσει ακόμη κάποια πρόσωπα στο μύθο, όπως τον αστυνομικό Τζον Λόκγουντ , μια φιγούρα που δεν έχει σχέση ούτε με βιβλία ούτε με αναγνώσεις. Ανήκει σε άλλον κόσμο. Ξέρει, όμως, να ακούει και να κατανοεί.
Πολλοί μπαινοβγαίνουν στο βιβλιοπωλείο και αναστατώνουν ευχάριστα με τις επισκέψεις τους. Η φουριόζα αφελής κυρία Ντρέσντεν με τα βιολετί μαλλιά, πιστή πελάτισσα πολλών χρόνων αναζητά αναγνωστικές προτάσεις, αμφιβάλλει και ανησυχεί για την εξέλιξη της πλοκής των αναγνωσμάτων της, πείθεται. Η εμφάνιση των βιβλιόφιλων γηραιών Ρόζενμπεργκ, που ψάχνουν επίμονα «ένα πράσινο βιβλίο» υποδηλώνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Ανάμεσα στα ράφια με τα βιβλία, η διαρκής παρουσία του σιωπηλού συγγραφέα που γράφει ακατάπαυστα κάτω από τη γαλάζια λάμπα, ακόμη και όταν το βιβλιοπωλείο είναι κλειστό, ολοκληρώνει το σκηνικό. Η κυρία Τουίστ, η δικηγόρος, είναι το μόνο πρόσωπο που κινείται στα όρια της ευγένειας και αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη. Όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι έντιμα, καλλιεργημένα, με ευαισθησίες, με καλοσύνη και καλές προθέσεις.
Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε την αγγλική εξοχή, με αφορμή μια εκδρομή «σε μια μικρή ροζ αγροικία», με αξιοθαύμαστο κήπο γεμάτο οπωροφόρα, λουλούδια και μυρωδικά, σε ένα χωριουδάκι στην κομητεία του Χαμσάιρ.
Και δεν μπορείτε να φανταστείτε το χριστουγεννιάτικο δώρο που προσφέρουν στην Ισπανίδα αρχαιολόγο. Μια νυχτερινή επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείο και μάλιστα στη συλλογή με τα γλυπτά του Παρθενώνα!
Διαβάζουμε: «Τα αποκαλούν Ελγίνεια Μάρμαρα, γιατί ήταν ο Τόμας Μπρους, κόμης του Έλγιν, που διέταξε τη μεταφορά τους από την Αθήνα στο Λονδίνο το 1801 για να τα προστατέψει από περιβαλλοντικά (!) προβλήματα και την απουσία βούλησης να τα συντηρήσουν in situ εκείνη την εποχή». Η προσέγγιση είναι τουλάχιστον αποικιοκρατική. Στους καιρούς μας και στον τόπο μας, συχνά, γίνεται απόπειρα παραποίησης της Ιστορίας, κυρίως της σύγχρονης. Στην περίπτωση της Ισπανίδας συγγραφέως, που «έχει σπουδάσει δημοσιογραφία και ιστορία», όπως διαβάζω στο εσώφυλλο, την παραποίηση την αποδίδω, θέλοντας να διατηρήσω τη γλυκύτητα που προκαλεί το βιβλίο της, στη συνήθη συγγνωστή άγνοια των νέων, παρόλο που αγνοώ την ηλικία της M. Gutierrez.
Διάβασα πολλά αρνητικά σχόλια στο Goodreads, γι’ αυτό το βιβλίο. Από Έλληνες αναγνώστες, κυρίως. Σίγουρα ο όρος «Ελγίνεια Μάρμαρα» μας πονάει. Το είχα στη λίστα TBR και το έβγαλα μετά από αυτό. Εσείς είστε επιεικής στην κριτική σας και ακριβοδίκαιη. Μπράβο σας! Με κάνατε να ξανασκεφτώ, μήπως το αγοράσω.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!