Ένα παλιό βιβλίο: Ο Έλληνας Μινχάουζεν

           Ένα παλιό βιβλίο: Ο Έλληνας Μινχάουζεν

               Ο Ψεφτοθόδωρος του Θέμου ΠοταμιάνουΔιακειμενικές αναγνώσεις

Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ο Κάρολος Φρειδερίκος Ιερώνυμος φον Μινχάουζεν (Αννόβερο 1720-1797), που εμείς τον έχουμε γνωρίσει ως λογοτεχνικό χαρακτήρα1, είναι πρόσωπο υπαρκτό. Ένα υπαρκτό πρόσωπο πρωταγωνιστεί σε φανταστικές ιστορίες! To γνωστό βιβλίο Οι Ιστορίες του βαρόνου Μινχάουζεν (1786) του Γερμανού Μπύργκερ (Gottfgried August Burger, 1747-1794), δημοφιλές σε μικρούς και μεγάλους, γνώρισε πάμπολλες εκδόσεις και αποδείχθηκε εξαιρετικά γόνιμο για πολλές λογοτεχνικές παραδόσεις της Ευρώπης και της Αμερικής.

Με τη ματιά της Εύης Ζερβού Καλλιακούδη

 Η γνωστότερη εκδοχή του στην ελληνική Παιδική Λογοτεχνία είναι Ο Ψεφτοθόδωρος (sic) του Θέμου Ποταμιάνου, που γράφεται, όταν το ευρωπαϊκό έργο έχει, ήδη, καθιερωθεί ως παιδικό. Ένας πολυμήχανος ευρηματικός ήρωας σε απίστευτες ιστορίες,  που παραβιάζουν τους κανόνες της λογικής, δεν αφήνει αδιάφορο ούτε τον σύγχρονο αναγνώστη, που, ίσως, νιώθει ότι σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, το παράλογο της καθημερινότητας και της πραγματικής ζωής μπορεί να  αντιμετωπιστεί μόνο με όρους σουρεαλισμού.

Ο Θέμος Ποταμιάνος (1895-1973) φαίνεται ότι γνώρισε, ως  αναγνώστης ή ως ακροατής, τις λογοτεχνικές αφηγήσεις του Μινχάουζεν. Αξιοποιώντας, λοιπόν, την λογοτεχνική εμπειρία του, γράφει ένα βιβλίο που απευθύνεται σε αναγνωστικό κοινό παιδιών – εφήβων. Τίτλος του: Ο Ψεφτοθόδωρος2. Αποτελείται από δεκαεννιά3 αυτοτελείς ιστορίες σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ανήκει στη λεγόμενη φανταστική  λογοτεχνία και έχει κωμικό χαρακτήρα. Αφηγητής και ήρωας ο Ψευτοθόδωρος, ένας ανατρεπτικός ταξιδευτής με περιπετειώδη βίο, που γίνεται απολαυστικός, καθώς παραβιάζει το προβλέψιμο, πραγματοποιεί το απίθανο και ζει σε έναν μαγικό κόσμο, που χαρακτηρίζεται από την υπερβολή και τη μεγιστοποίηση.

 Ο Μ. Μποσταντζόγλου, ο οποίος φιλοτέχνησε το βιβλίο τού Ποταμιάνου, δίνει  σάρκα και οστά στη μορφή του πρωταγωνιστή και τον αποδίδει εικονογραφικά ως έναν  ασπρομάλλη, εντυπωσιακό στην όψη βρακοφόρο άνδρα, με φέσι.

Ο Ποταμιάνος φαίνεται ότι έχει βουτήξει την πένα του στη γραφή τού Μπύργκερ. Επομένως, το ίδιο το  κείμενο, Ο Ψεφτοθόδωρος, μας προκαλεί να το διαβάσουμε  συγκριτικά με τις Περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν,  που έχει καθιερωθεί ως κλασικό  και μπορεί να θεωρηθεί ως έμμεση πηγή τού ελληνικού. Αλλά και το έργο του Λουκιανού (2ος αι. μ. Χ.)  Ἀληθοῦς Ἱστορίας Λόγος Πρῶτος και Λόγος Δεύτερος μπορεί να εκληφθεί  ως η απώτερη πηγή του4.

Ο τύπος του Έλληνα ήρωα (ταξιδευτής), οι τόποι που επισκέπτεται (ξηρά και θάλασσα), το είδος της αφήγησης (εύθυμες ιστορίες), ο τρόπος της αφήγησης (σε πρώτο πρόσωπο) είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ελληνική εκδοχή της φανταστικής ιστορίας, συγχρόνως, όμως, είναι αναφορές που δηλώνονται  στον πλήρη τίτλο της γερμανικής αφήγησης τον οποίο παραθέτω: Τα θαυμαστά ταξίδια στην ξηρά και στη θάλασσα, οι εκστρατείες

και οι αστείες περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν, όπως συνήθιζε να τις διηγείται ο ίδιος πίνοντας με τους φίλους του. Ο εκτεταμένος αυτός τίτλος με αντικατάσταση δυο ή τριών λέξεων θα μπορούσε να αποτελεί την προμετωπίδα και στο βιβλίο του Έλληνα Μινχάουζεν.

Ο ενήλικος, λοιπόν,  αναγνώστης διακρίνει ένα παιχνίδι αόριστης και χαλαρής διακειμενικότητας ή διεικονικότητας, με τη μεταφορική σημασία του όρου, και ανακαλεί μνήμες από θέματα που υπάρχουν σε παλαιότερα κείμενα.

Το θέμα π.χ. του ιπτάμενου ανθρώπου, προσφιλές στη φανταστική λογοτεχνία, παρουσιάζεται από τον Έλληνα συγγραφέα σε δυο παραλλαγές. Στη μια, με τίτλο Το σιφούνι, ένας περιβολάρης λόγω καιρικών συνθηκών ανέβαινε «στον ουρανό σαν τον Προφήτη Ηλία» πιασμένος από μια ομπρέλα που λειτουργούσε ως αερόστατο και τον διέσωσε από την ανώμαλη προσγείωση.

Ο  Θ. Ποταμιάνος διασκευάζοντας το αφετηριακό  (με την ευρεία έννοια) υλικό μετατρέπει τον ήρωα αφηγητή από δρων πρόσωπο σε παρατηρητή του καιρικού φαινομένου και της απογείωσης. «Κοιτάζω και βλέπω ένα σιφούνι», λέει  με το κεφαλονίτικο ιδίωμα ο Θόδωρος, Θοδωράκης για τους φίλους του, «μια θεόρατη τρόμπα ανάμεσα ουρανού και γης». Ωστόσο ο ήρωας διατηρεί τον πρωταγωνιστικό του ρόλο. Ο Ποταμιάνος τού εμπιστεύεται το ρόλο αυτού που καθορίζει την εξέλιξη και κατορθώνει να ανατρέψει το φυσικό φαινόμενο. «Σημαδεύω, πυροβολώ και κόβω το σιφούνι στα δυο! Και αμέσως όλα ήρθανε κάτω». Και φυσικά και ο περιβολάρης προσγειώνεται σώος και αβλαβής.

Στη δεύτερη παραλλαγή του ιπτάμενου ανθρώπου, στην ιστορία με τίτλο Το Εναέριο Άρμα, ιπτάμενος ήρωας είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο Θοδωράκης. Καταστρώνει σχέδιο απογείωσης προκειμένου να διαφύγει από τη φυλακή – σπηλιά, στην οποία τον είχαν ρίξει ανθρωποφάγοι.

Η σύλληψη, η μεθόδευση και η υλοποίηση του σχεδίου διαφυγής είναι πρωτότυπης επινόησης. Στην αρχή ο ήρωας εξημερώνει «κάτι μεγάλα όρνεα που μοιάζανε με αετούς, μα ήτανε διπλάσια στο μέγεθος». Στη συνέχεια ο Θόδωρος αφηγείται: «Από το χόρτο που είχα για στρώμα και που έμοιαζε σαν τζίβα θα έφτιανα σκοινιά, ενώ από τα καλάμια θα έφτιανα ένα μεγάλο καλάθι το οποίο θα εχρησιμοποιούσα σαν εναέριο άρμα. Στο άρμα αυτό θα έδενα τα πουλιά και τα πουλιά θα με μεταφέρανε εναερίως μακριά από την καταραμένη αυτή σπηλιά».

Υπάρχει στενή σχέση και συγγένεια ανάμεσα στο ελληνικό κείμενο του Ποταμιάνου και στο γερμανικό τού Burger, σε βαθμό μάλιστα που θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα είδος προτύπου που τροφοδοτεί, στηρίζει ή τουλάχιστον εμπνέει τον Έλληνα συγγραφέα.

Αν μεταφερθούμε, λοιπόν, στο Μινχάουζεν του Μπύργκερ, στην αντίστοιχη περιπέτεια, θα παρατηρήσουμε κοινή ραχοκοκαλιά. Ο Μινχάουζεν απογειώνεται με τη βοήθεια ενός κοπαδιού από αγριόπαπιες που, όπως αφηγείται ο ίδιος, «άρχισαν να χτυπούν δυνατά τα φτερά τους και να σηκώνονται ψηλά στον αέρα παίρνοντας κι εμένα μαζί τους»5.

Ο μύθος διασκευάζεται από τον Έλληνα συγγραφέα. Η απογείωση και η προσγείωση είναι προσχεδιασμένες και προκαλούνται με το τέχνασμα της τροφής, η οποία επιδεικνύεται στα όρνεα ή αντίστοιχα  αποσύρεται. Στο ξένο, αντίθετα, πρότυπο  η απογείωση είναι απρόσμενη και αιφνιδιάζει τον ήρωα, ο οποίος όταν θέλησε να προσγειωθεί «άρχισ(ε) να  πνίγ(ει) τις πάπιες τη μια μετά την άλλη κι έτσι προσγειώθηκ(ε) μαλακά…»6.

Ο βίαιος7 χαρακτήρας της περιπέτειας παραλείπεται στην αφήγηση του Ποταμιάνου, ο οποίος βαθαίνοντας τη σχέση ήρωα και πτηνών την συνδέει με τις έννοιες της υπομονής, της χρονικής διάρκειας, της μέριμνας και της φιλίας. Και στα δυο κείμενα, το ελληνικό και το γερμανικό, παραμένει η εφευρετικότητα των δυο ηρώων, αλλά στην περίπτωση του Θόδωρου η επινοητικότητα πηγαίνει χέρι –  χέρι με την ανθρωπιά. Ο Έλληνας ήρωας εξημερώνει τα όρνεα, συμφιλιώνεται μαζί τους και στο τέλος τα επιβραβεύει και τα απελευθερώνει. Το χωροχρονικό στίγμα του κάθε έργου προσδιορίζει αντίστοιχα τις αφηγηματικές επιλογές των συγγραφέων.

Το υλικό που τροφοδότησε τα νεότερα κείμενα του Μπύργκερ, του Ποταμιάνου και άλλων μας θυμίζει ένα  αφετηριακό κείμενο, κλασικό στο είδος του, την Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού και την εκπληκτική σύλληψη των «ανεμοδρόμων», οι οποίοι φοράνε ποδήρεις χιτώνες που φουσκώνουν από τον αέρα σαν ολάνοιχτα πανιά και επιτρέπουν στους ανθρώπους να ίπτανται. Η εικόνα είναι ποιητική και γοητευτική:

«Χιτῶνας ποδήρεις ὑποζωσάμενοι

κολπώσαντες αυτούς τῷ åνέμῳ

καθάπερ  ἱστία φέρονται  ὣσπερ

τά σκάφη8

Ένα ακόμη θέμα που συναντάται συχνά στην λογοτεχνία για παιδιά και νέους είναι το γνωστό μοτίβο της αφθονίας: Το τοπίο – πηγή τροφής ακυρώνει το φυσικό χώρο και αντικαθιστά  το γεωγραφικό στίγμα με τον συμβολισμό της πλησμονής.

Στο κείμενο του Ποταμιάνου το θέμα αυτό  έχει περίοπτη θέση, κρατάει τα παραδοσιακά στοιχεία  του μύθου και εμφανίζεται σε δυο παραλλαγές.

Στην πρώτη  με τίτλο Το Αυγονήσι επιβιώνει το τοπίο της αφθονίας, σ’ ένα νησί «σκεπασμένο απ’ άκρη σ’ άκρη, με χώμα μαλακό κιτρινωπό …».  Επιβιώνει, επίσης, η διαπίστωση από τον ίδιο τον ήρωα της σύνθεσης του νησιού, που αποτελείται από  «δισεκατομμύρια αυγά ψαριών» .

Ο Ποταμιάνος διευρύνει το γνωστό μύθο. Τον επεκτείνει δίνοντάς του χρονική διάρκεια. Μετατρέπει το τοπίο της αφθονίας από χώρο παραμυθιού, όσο αυτό έχει οντολογική υπόσταση, σε χώρο προσδοκώμενης εμπορικής δραστηριότητας, ενώ αυτό έχει ήδη εξαφανιστεί.

Το Αυγονήσι δεν είναι μόνο ο απομονωμένος τόπος των ναυαγών. Δεν είναι μόνο ο φανταστικός χώρος της αφθονίας. Μεταπλάθεται σε πεδίο προσδοκιών, όπου θα μπορούσε να αναδειχθεί το εμπορικό δαιμόνιο του Θόδωρου. Ωστόσο την κατάλληλη στιγμή  ματαιώνεται το σχέδιο για πλουτισμό, γιατί «ο αυγοθησαυρός είχε χαθεί και είχαν δημιουργηθεί αναρίθμητα ψαράκια».  

Το ίδιο μοτίβο του τοπίου – τροφής, που ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στους παραμυθάδες και στους αναγνώστες, ιδιαίτερα σε εποχές ένδειας και στέρησης,  το δίνει ο Ποταμιάνος και σε μια ακόμη εκδοχή, στην ιστορία με

τίτλο Καταπληκτική Ψαρόσουπα. Και μόνο ο τίτλος κινητοποιεί τις αισθήσεις και προκαλεί συνειρμούς γαστρονομικής απόλαυσης! Ο χώρος και ο χρόνος γνωστοί και συγκεκριμένοι: Σαντορίνη, στο θαλάσσιο χώρο κοντά στο ηφαίστειο, σε εποχή που αυτό ενεργοποιήθηκε εκ νέου.

Δραστηριότητα: το ψάρεμα. Ο ήρωας – αφηγητής διαπιστώνει ότι ψάρεψε ένα ψάρι βρασμένο με κρεμμυδάκια και ρίχνοντας στο πιάτο του «βραστό θαλασσινό νερό» δοκίμασε «μια τέλεια ψαρόσουπα που δεν της έλειπε μάλιστα ούτε η ντομάτα, γιατί εκεί κοντά  οι Σαντορινιοί εσυνήθιζαν να πλένουν τις βούτες από τον μπελτέ κι έτσι το νερό είχε πάντοτε την ανάλογη ντομάτα». Οι Σαντορινιοί σε ρόλο σεφ και ο Θόδωρος σε ρόλο γευσιγνώστη!

Λογοτεχνικός πρόγονος του μοτίβου και δω ο Λουκιανός, που, μέσω του αφηγητή, περιγράφει το ταξίδι μέχρι τον ποταμό – κρασί9, το νησί –  τυρί,10 τα αμπέλια με τσαμπιά που έβγαζαν γάλα11 και μια γαλατένια θάλασσα12.

Ένα καθρέφτισμα του αφετηριακού αυτού κειμένου συναντούμε στις περιπέτειες του Μινχάουζεν, όπου ανακαλείται με σχετική ακρίβεια ο λόγος και η έμπνευση του Λουκιανού και ο γερμανός ήρωας ταξιδεύει σε νησιά και θάλασσα που πλάθονται με τα υλικά του κλασικού, στο είδος του, αρχαιοελληνικού κειμένου.

Ο Θ. Ποταμιάνος ακολουθώντας τα αχνάρια της γερμανικής εκδοχής του Μινχάουζεν κατά κάποιο τρόπο  καινοτομεί. Ο αφηγητής του επιδιώκει να εξηγήσει το παράδοξα φαινόμενα μ’ ένα τρόπο πλαστό, αλλά αιτιολογημένο και γι’ αυτό λογικοφανή, που, ενδεχομένως, θα μπορούσε να «πείσει» κάποιους που αφήνονται να ταξιδεύουν στη γοητεία των κειμένων.

Η υψηλή θερμοκρασία της θάλασσας και η αιτία  βρασμού της οφείλονται στο ηφαίστειο της Σαντορίνης, που στην ιστορία του Ποταμιάνου είχε αρχίσει να ενεργοποιείται εκ νέου, μας διαβεβαιώνει ο Θόδωρος.

Ένα άλλο γνωστό κειμενικό μοτίβο που σηματοδοτεί την απόδραση στο χώρο της φαντασίας αποτελεί το μοτίβο της κατάποσης. Ένας κήτος καταπίνει άνθρωπο, κιβώτιο ή καράβι.

Το παραμυθιακό αυτό θέμα έχει μακρά παράδοση στην αρχαιότητα όπως το έχει εξετάσει ο Hansen13, που ισχυρίζεται ότι η κατάποση από ψάρι πρωτοσυναντάται στην κωμωδία του Φρύνιχου Περσέας και Ανδρομέδα.

Στον Ποταμιάνο δεν υπάρχει κιβώτιο, δεν υπάρχει άνθρωπος, δεν υπάρχει καράβι. Υπάρχει μια κλωσσομηχανή – που δίνει και τον τίτλο στην ιστορία- που περιέχει 15 αυγά. Η θαλασσοταραχή οδηγεί την κλωσσομηχανή στα σαγόνια ενός καρχαρία. Πώς να εξηγήσουν οι ψαράδες ότι δεκαπέντε  κοτοπουλάκια ξεπήδησαν κακαρίζοντας από την κοιλιά του κήτους;

 Οι εικόνες στο κείμενο του Ποταμιάνου αποτελούν μακρινή ηχώ του θέματος, έτσι όπως αυτό συναντάται στον Ιωνά της Π. Διαθήκης14 και επαναλαμβάνεται στον Πινόκιο του Κολόντι και στον Μινχάουζεν του Μπύργκερ. Το ψάρι καταπίνει τους ανθρώπους, αλλά το τέλος είναι ευχάριστο. Όλοι διασώζονται και είναι αρτιμελείς.

Στον Λουκιανό «ἕν δέ μέγιστον (κῆτος) ἁπάντων ὃσον σταδίων χιλίων καί πεντακοσίων μέγεθος»15 καταπίνει ένα καράβι, το οποίο στη συνέχεια βγαίνει ανέπαφο.

Το ευχάριστο τέλος είναι ο κοινός τόπος  σε όλα τα ετερογενή κείμενα, στα οποία διασώζεται το θέμα της κατάποσης: άνθρωποι, έμψυχα,  αντικείμενα, όλα παραμένουν σώα και αβλαβή. 

Ο Θ. Ποταμιάνος χρησιμοποιεί στα βιβλία του για παιδιά, όπως είδαμε, μοτίβα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ιπτάμενοι άνθρωποι που επιδιώκουν να διαφύγουν από τον εγκλεισμό και τη βαρβαρότητα, απογειώσεις και προσγειώσεις, η ταύτιση της παρθένας φύσης με την αφθονία, το μοτίβο του κήτους που καταπίνει τα πάντα θα μπορούσαν σήμερα να διαβαστούν ως ιστορίες ανατρεπτικές. Ο συγγραφέας διατηρεί στις ιστορίες του το χιούμορ και την αφηγηματική υπερβολή των προτύπων και, ταυτόχρονα, τις προσαρμόζει στη δεδομένη πραγματικότητα του χώρου και του χρόνου, τις εμποτίζει με ανθρωπιά και προσφέρει τέρψη σε μικρούς και μεγάλους αναγνώστες, τότε και τώρα.

Παραπομπές

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ένα παλιό βιβλίο: Ο Έλληνας Μινχάουζεν

Add yours

  1. Υπάρχει έλληνας Μυγχάουζεν! Πολύ πυκνό το κείμενό σου, Εύη, που μας τον γνωρίζει και τοποθετεί το έργο στο ευρύτερο λογοτεχνικό πλαίσιο. . Και πολύ εύστοχη η σύγκριση με το έργο του Λουκιανού!.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Create a website or blog at WordPress.com

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: