Χιλιοδρόμια ή το θαλασσινό κοιμητήρι

                                                  

            ΕΝΑ  ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ  Α.Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ                                              

                        ΣΕ ΕΙΚΟΣΙ  ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ  ΣΤΡΟΦΕΣ       Ὲκδ. «γραφεῖον»                                                                                   

            Μὲ τὴν ἐκτενῆ αὺτὴ σύνθεση ὁ συγγραφέας χαρίζει στὴν Ποίηση ἕνα γοητευτικὸ πολυταξίδι, ἕνα δῶρο ἀτίμητο τῆς τέχνης του, μιὰν ἔξαρση τοῦ πολύπλευρου ἔργου του, παράξενα πρωτότυπου ἀλλὰ καὶ πολυμίλητου, εἴτε πρόκειται γιὰ πεζογραφία εἴτε γιὰ ποίηση.

            Στὸ ἐν λόγῳ ποίημα ὁ Α.Κ. Χριστοδούλου, ὲκτὸς ὰπὸ τὸν τίτλο καὶ τὴν ὰρχιτεκτονική

(24 ἑξάστιχες στροφές), στοιχεῖα ὲξωτερικά, ποὺ συνειδητά δανείζεται ὰπὸ τὸ γνωστὸ ποίημα τοῦ Πὼλ Βαλερύ, διαφοροποιεῖται σ`ὅ,τι ὰφορᾶ τὴν ποιητικὴ τέχνη καθαυτήν, ὰλλὰ καὶ τὴν ποιητικὴ οὺσία.

Με τη ματιά της Μαρίας Ανδρ. Μαρκαντωνάτου

            Ὁ Ἕλληνας ποιητὴς οίκοδομεῖ ἕνα ὲντελῶς δικό του Θαλασσινὸ κοιμητήρι ποὺ ὰτενίζει τὴν αὶωνιότητα, καθὼς συνταξιδιῶτες καὶ συνομιλητές του εἶναι ὁ μείζων Γάλλος ποιητής, ὰλλὰ καὶ ὁ ὰπόστολος τῶν Ὲθνῶν, Παῦλος.

            Ὁ Π.Β στὴ δική του σύνθεση καταθέτει τὴν ἔκπληξή του γιὰ τὴν ὸμορφιά, πῶς ν`ὰποχωρι-

στεῖ κανεὶς τοῦτο τὸ φῶς, καταμεσήμερο στὴ θάλασσα, πῶς νὰ δεχτεῖ τὸ σκοτάδι τοῦ κοιμητηρίου

πού `χει τυλίξει τοὺς ἀγαπημένους νεκροὺς, πῶς νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ « κενό » ποὺ γιὰ τὸν ποιητή, ταυτίζεται μὲ τὸν χρόνο καὶ τὸ ὄνειρο, ὰφοῦ ὁ νοῦς δὲν παράγει παρὰ μιὰ πλαστὴ πραγματικλοτητα. Τίποτε δὲν τὸν παρηγορεῖ, οὔτε οἱ θεοὶ καὶ τὰ ἕδη τους·  ὰπὸ τὴ μιά, ἡ « ζωντανὴ αὺτὴ φλόγα », ὰπὸ τὴν ἅλλη, ἡ ὰπάθειά τους, πὲς ὰδιαφορία τους.Ἴσως, μιὰ παρηγοριὰ εἷναι τὸ ἔργο του;  Ἔ, ὄχι, οὔτε κι αὺτό καταλαγιάζει τὴν τραγικὴ αἴσθηση τοῦ « τίποτα ».

                                      « Πετάξτε μακριά, σελίδες

                                                                        τελείως σκοτισμένες »

            Ὁ Α.Κ.Χ δὲν ὰκολουθεῖ αὺτὴν τὴν ὰτελέσφορη θλίψη τοῦ σύντεχνου, ἔχει νὰ προτείνει μιὰ δική του παρηγοριά: Τὶς λέξεις, γεννήματα τοῦ νοῦ, δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου, διάσπαρτες σὰν τὰ νησιὰ τῶν Σποράδων, αὺτὲς πέπρωται νὰ γίνουν θρύλοι, μύθοι, ἱστορίες, αὺτὲς ὰποτελοῦν καὶ τὴ μόνη παρουσία του, καθὼς, κατὰ τὸν ποιητὴ, ὁ ἴδιος ὁ νοῦς ὰπουσιάζει. Σίγουρα,

ὐπαινίσσεται ὅτι οἱ λέξεις εἶναι προϊὸντα νοητικῆς λειτουργίας, ποῦ βρίσκεται ὅμως ὀ νοῦς;

 Συχνὰ, οἱ λέξεις μνημειώνουν πράξεις στυγερές, μιλᾶνε γιὰ ἔργα ὰποτρόπαια ὰνθρώπων  ὰδίστακτων, κι ὅμως πράξεις καὶ ἄνθρωποι διαιωνίζονται, κατακτοῦν κάποιαν ὰθανασία «εὺτυχῶς» γιατὶ ὰποτρέπουν καὶ διδάσκουν. Πρόκειται γιὰ «σκεύη ὸργῆς κατηρτισμένα εὶς ὰπώλειαν»; Τὸ ὲρώτημα -ρητορικό, ὰπευθύνεται στὸν Ὰπόστολο Παῦλο· ἕνας Πανάγαθος γίνεται νὰ ποιεῖ «σκεύη εὶς δόξαν » καὶ ἅλλα «εὶς ὰπώλειαν», ὅπως σαφῶς ὰποφθέγγεται στὴν «Πρὸς Ρωμαίους ὲπιστολή» του;  Ὁ ποιητὴς, μέ παρρησία, προτείνει θέμα σοβαρὸ πρὸς συζήτηση. Ὁ ἴδιος ἔχει δώσει τὴν ὰπάντηση.

            Αὺτὰ τὰ γεννήματα τοῦ νοῦ, οἱ λέξεις -Σποράδες, τὰ μνημούρια τοῦ Παπαδιαμάντη, συνιστοῦν τὸ « Θαλασσινὸ Κοιμητήρι » τοῦ Α.Κ.Χ, κάθε μνημούρι μὲ τὸ δικό του ὄνομα, τὸν μύθο, τὴν ἱστορία, τὴ μορφολογία του: Κάθε μνημούρι καὶ μιὰ λέξη -ὰνάκλαση φωτός.

            Ἄν, λοιπόν, ὑπάρχει μιὰ ὰμοιβὴ γιὰ τὸν ποιητή, δὲν εἶναι« ἡ Δόξα, ἡ Φήμη κι ὅλο τὸ κακό», ὰλλὰ μιὰ λέξη ἔστω ποὺ ἴσως , ὲρήμην του, ριχτεῖ βαρκούλα ν`ἁρμενίζει σὰν νησὶ τῶν Σποράδων στὸ Πέλαγος.

            Ὁ Α.Κ.Χ διαθέτει τὴ χάρη τῆς περιγραφῆς καὶ τῆς ὰφήγησης, ὰλλά, κυρίως, τὴ δύναμη νὰ περνᾶ τίς συλλήψεις του ὰπὸ τοὺς κραδασμοὺς τῶν συναισθημάτων.Ἡ ὰληθινή τέχνη ὰπαιτεῖ νὰ μπαίνεις στὸν ναό της μὲ τιμιότητα, χωρὶς σκοπιμότητες, με τὴν ψυχή σου γυμνὴ. Αὺτὸ ὰκριβῶς κατορθώνει, μὲ τήν προσωπική του ὰποτύπωση, ὁ Χριστοδούλου συμβάλλοντας στὸν κοινὸ σκοπό ποὺ δὲν εἶναι, παρὰ ἡ ὰλήθεια τοῦ καθενός μας.    

            Ὁ Π.Β στὸ δικό του Θαλασσινὸ Κοιμητήρι ὑπηρετεῖ τὸν ποιητικό του οἶστρο με λαμπρὲς εὶκόνες, θαυμαστικὰ καὶ ρητορικὰ ὲπιφωνήματα, ζωηρὰ ὰντιθετικὰ ζεύγματα, παραλληλίες, στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὰ ρεύματα στὴν τέχνη τῆς ὲποχῆς του, μιᾶς ὲποχῆς ποὺ βρίσκεται ὰκόμα ὑπὸ τὴν ὲπήρεια τοῦ ρομαντισμοῦ, καὶ τὸ θρηνητικὸ ἤ μεγαλειῶδες δεσπόζει, ὅπως κι ἡ ὰναμέτρηση μὲ τὸ κενό, τὸ εἶναι καὶ τὸ μὴ εἶναι. Στοὺς στίχους του ὰντηχοῦν Ἕλληνες φιλόσοφοι, θά`λεγα μάλιστα πὼς τὸ ὶδεολογικὸ ὑπὸβαθρο τῆς ὅλης σύνθεσης ἔχει τὶς πηγές του στὴν Ὲλληνικὴ Σκέψη. Ὁ Γάλλος ποιητὴς, σὲ μιὰν ὰποστροφή πρὸς τὸν Ζήνωνα τὸν Ὲλεάτη, καθαρὰ δείχνει τὸν συνομιλητή του  ( τὸ βέλος πετάει καί δὲν πετάει  – λόγια τοῦ ὰέρα!), ὲνῶ ἡ αὔρα τοῦ Ἡράκλειτου καὶ τοῦ Δημόκριτου συνοδεύει χαϊδευτικὰ τὸν Ἕλληνα ὰναγνώστη του.

            Τὸ ποίημα τοῦ Α.Κ.Χ φέρει τὴ σφραγίδα τῆς ὲποχῆς μας: Ἥσυχη μὰ καὶ ὲρεβώδης,  στὸ ἔπακρον συνοπτική, δύσπιστη, ὑπαινικτική, ὲνεπίγνωστη  -δίχως αὺταπάτες γιὰ τὸ τάχα καινούργιο στὴν Ποίηση, δομημένη ἔτσι, ὥστε νὰ ὲξασφαλίζει σίγουρη ὲπιστροφὴ, τί θὰ πεῖ Σποράδες, τὶς εἶδα, ἔφυγα. Τί βρῆκα; Τίποτα· λόγια, λόγια, λόγια… Κι ὅμως, νά το: Τὰ λόγια εἶναι, τελικά, τὸ πᾶν, μὲ τὸ χρῶμα, τοὺς  ἤχους, τὴν ὑφή, τὴν ἱστορία, τὴ θάλασσα, τὰ νησιά, τὰ ὲκκλησιδάκια τους, τὰ βράχια καὶ τὴν ξέρα, τὰ μνημούρια τους, πλεούμενα καὶ ὄντα μυθικά, μορφὲς ὰνθρώπων καὶ ζώων πρωτόπλαστες – ὕδωρ καὶ πηλός κι « ἕνας Παπποὺς Ὰθωνίτης

                                                                                    « μὲ γενειάδα πολιά »

                                                « νὰ μᾶς νεύει ζωηρά »,

                        «νὰ σείεται»

« νὰ πάλλει »

 οἱ Σποράδες -ἕνας ὰνθρώπινος ὲγκέφαλος, ζωγραφισμένος ὰπὸ τὸν ποιητή, στὴν ὰρχὴ τοῦ βιβλίου, γιὰ τὸν προσεχτικὸ ὰναγνώστη, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα παραθέματα, χάρτες νησιῶν, πληροφορίες ὰπὸ περιηγητές, ὰποθεμένα ἔτσι, ὥστε νὰ ὰποτελοῦν μέρος τῆς σύνθεσης, ὰναπόσπαστο μάλιστα, καθὼς ὰναπαριστοῦν τὸ πολλαπλὸ ταξίδι ὰπὸ λέξεις μὲ λέξεις γιὰ την Λέξη, νῆσος πλέον κι αὐτὴ στὸ  ὰρχιπέλαγος τῶν λέξεων. « Οἱ Σποράδες σ`ἔδωσαν τ`ὡραῖο ταξίδι ». Ἃν μοῦ ζητοῦσαν ἕναν τίτλο γιὰ τὴν ὅλη σύνθεση, θὰ ἔλεγα χωρὶς πολλὴ σκέψη: Δὲν ἔχουμε ἄλλο χῶρο ὰπὸ τ γλώσσα*.

            Τὸ ὲκτενὲς ποίημα τοῦ Α.Κ.Χ ἔχει πάρει τὴ θέση του στὴν Ποίηση, εὶκοσιπέντε ὅλα κι ὅλα ὰντίτυπα ὲκτὸς ὲμπορίου, χειροποίητα, ὣς  ποὺ ταιριάζει στὴ φύση τῆς τέχνης του ποιητῆ :

                        Μὴ, φίλα ψυχά, βίον ὰθάνατον

                        σπεῦδε, τὰν δ`ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν ( Πίνδαρος)

            Ἔπαιρναν μικρὰ χαλίκια πλακαρὰ ρίπτοντες ταῦτα εὶς τὴν θάλασσαν,

            διὰ κυματοειδοῦς κινήσεως τοῦ πήχεως καὶ τῆς χειρός, ὡς διὰ σφενδόνης (Παπαδιαμάντης).

            Συνταξιδευτὲς κι ὲμεῖς, ὡς ὰναγνῶστες, μὲ τὸν τρόπο μας  -παῖδες παίζοντες, χαιρόμαστε τὸ ταξίδι μὲ τὸ παλιὸ πλοῖο τῆς γραμμῆς, νιώθουμε κάτι ὰπὸ τὴν προσμονὴ των δύο φίλων, τὴν ὰνάγκη τους νὰ πετύχουν σ`ὅ,τι ὲπιδιώκουν, ὰκοῦμε γέλια ποὺ συνηχοῦν μ`ὲκεῖνα τοῦ παπποῦ τους Δημόκριτου, χαζεύουμε νοσταλγικὰ τὰ νησιά, τὰ σχήματα, τὰ πετούμενα, τὰ μάγια τοῦ θαλασσινοῦ τοπίου, τὶς πάλλουσες ὸμορφιὲς τῆς γλώσσας τοῦ Α.Κ.Χ, ποὺ κυλάει με ρυθμό, τὶς ὲσωτερικὲς ρίμες ποὺ δίνουν τὸν ὶδιωτικὸ τόνο στὸν λόγο του, « τὰν ἔμπρακτον μαχανάν » του, συμμεριζόμενοι τὴν ποιητικὴ ὲμπειρία του, ὅτι: Δὲν ἔχουμε ἄλλο χῶρο ὰπὸ τὴ γλώσσα.

Μ`αὺτὰ καὶ μ`αὺτά, καὶ μὲ πλῆθος δωρήματα ὰπὸ τὴν πνευματικὴ περιουσία τοῦ δημιουργοῦ,

πορεὺεται ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΉΡΙ, γι αὺτὸ καὶ ΧΙΛΙΟΔΡΟΜΙΑ, ὁ πρῶτος τίτλος, χίλια ταξίδια, χίλιοι δρόμοι, χίλια νησιά, ἄπειρες « αἱ μαχαναί – μηχανεύματα » στὴ διάθεση τοῦ ὰνθρώπου διαχρονικά, νὰ ὰποξεχνιέται, νὰ ὰντιπαρατίθεται στὸ « κενό », γεμίζοντάς το μὲ ρέμβη καὶ μ`ὄνειρο. Λίγο τόχεις; « Νῆσος τις ἔστιν ».

            Ὁ Θανάσης Κ.Χριστοδούλου, ὅπως ὁ Παπαδιαμάντης τὴν Σκίαθο, ὰγαπᾶ βαθιὰ τὴν γενέθλια πόλη του, τὸν Βόλο, τὰ περίχωρά της, τὸν Παγασητικό, πέρα ὲκεῖ τὰ νησιὰ καὶ νησάκια ποὺ τοῦ ὲξάπτουν τὴ φαντασία, καὶ ποὺ ὰενάως διαβάζει γι αὺτά, μελετᾶ τὸ καθετί, ὰνοιχτὸς πάντα στὸ θαῦμα, εἴτε ὰφορᾶ τὸν τόπο καθαυτόν εἴτε τοὺς ὰνθρώπους του. Τὸ πεζογραφικό καὶ  ποιητικό ἄθλημά του ὰλλὰ καὶ  τὸ ἐξέχον μεταφραστικό του  τὸν κατατάσσουν στοὺς συγγραφεῖς «τῆς ὲπαρχίας» ποὺ τὴν ὰναδείχνουν, τὴν πολλαπλασιάζουν, καθιστώντας την πολιτισμικὸ προορισμό, μιὰν Ἑλλάδα στὸ « Μέγα Πανελλήνιον », μικρὴ οὶκουμένη μέσα στὴν Οὶκουμένη.Σὲ ὲποχὲς σὰν τὴ δική μας, ὰληθινὰ ὲπικὴ σὲ τεχνολογικὰ ὲπιτεύγματα, παρουσίες ὅπως ὁ Α.Κ.Χριστοδούλου κρατοῦν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο στὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ τοῦ ὰξίζει, καὶ σ`ὲμᾶς τοὺς Ἕλληνες δείχνει τὸν δρόμο τοῦ σεβασμοῦ στὴ γλώσσα μας, ὰγαθὸ ὶσοδύναμο μὲ τὴν ἵδια τὴν ὕπαρξή μας.

                                                                                                    Μαρία Ὰνδρ. Μαρκαντωνάτου

* παραποίηση τοῦ στίχου: « Δὲν ἔχουμε ἄλλο χῶρο ὰπὸ τὸν χρόνο » τοῦ Νίκου Φωκᾶ.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Χιλιοδρόμια ή το θαλασσινό κοιμητήρι

Add yours

Σχολιάστε

Δημιούργησε έναν Ιστότοπο ή Ιστολόγιο στο WordPress.com

ΠΑΝΩ ↑