Πρωτοχρονιάτικος μποναμάς
του Λουκά Παπαδάκη
«Σας παρακαλώ, πάρτε κάτι για τα παιδιά».
Δεν στράφηκα, δεν δίστασα το βήμα,
άλλωστε τι να δω, όπου να πας
τα ίδια, απλωμένα χέρια,
πού είναι το κράτος πρόνοιας;
τι κάνει η Εκκλησία για τους εμπερίστατους;
Μόνο που η παράκλησή της, κοφτή
τρύπωσε μαζί μου στο σούπερ μάρκετ
για να αντιληφθώ η εκφορά τού λόγου της
καθόλου δεν ταίριαζε στη γνωστή σκηνή.
Προχωρώ στον διάδρομο
ρίχνω στο καλάθι γκοφρέτες μια σακούλα
συνεχίζω τα ψώνια.
Θα βγω από την πιο πέρα έξοδο
να την παρατηρήσω· λιπόσαρκη, νέα, δική μας
τόσο όσο ξένος μπορεί να είναι ο διπλανός,
θα μπορούσε να είναι πολύ όμορφη,
τώρα όμως απλά προσπαθεί να είναι εδώ
να φέρει βόλτα τα δυο της νήπια.
Πλησιάζω με τα γλυκίσματα και τ’ αγοράκι
κλαψουρίζει γριά τσιγγάνα επαίτισσα:
«Σας παρακαλώ, δώστε και σε μας κάτι».
Τότε η μάνα του γυρίζει και το μαλώνει
με έγνοια, με αγωνία το μαλώνει, με πόνο:
«Αυτά που λέω εγώ δεν θα τα λέτε εσείς.
Δεν θα ζητιανεύετε».
Μ’ αυτό τον τρόπο διάλεξε να μπει
πάλι στη ζωή μου το Ελεήστε, χριστιανοί
και ν’ απαιτήσει αυτή τη φορά
στις γωνιές στα σταυροδρόμια
κει που διακονεύουν
κι ο θεός συγχωρεί τ’ αποθαμένα
ν’ απαιτήσει τη δική μου,
να πεινά και να διψά, ψυχή.
Σχολιάστε