Ιστορία της βίας του Εντουάρ Λουί, μτφρ. Σ. Ζουμπουλάκη , Αντίποδες 20223
Ακόμη μια αυτοπροσωπογραφική ιστορία γράφει ο Εντουάρ Λουί το 2016 (Editions du Seuil), δυο χρόνια μετά το πολυδιαβασμένο παγκόσμια βιβλίο του Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπεγκλέρ, γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη γραφή.
Αναρωτιέμαι αν η Ιστορία της βίας, που είναι δομημένη σε δεκαεπτά κεφάλαια, είναι, πράγματι, αυτοπροσωπογραφική αφήγηση ή αν πλάθεται ως τέτοια. Η κατάδυση στη βαθύτερη στιβάδα του εαυτού, που δίνεται με τρόπο ρεαλιστικό, και η ενδοσκόπηση, που ούτε στιγμή δεν αθωώνει, αλλά δείχνει τα πράγματα όπως έχουν, δημιουργούν διλήμματα. Ο συγγραφέας, όμως, έχει πρόθεση να παρουσιάσει την ιστορία ως προσωπικό βιωματικό γεγονός, οδηγώντας τη σκέψη του αναγνώστη σε μονοπάτια σκοτεινά και δύσκολα, κι εγώ σέβομαι την πρόθεσή του.
Ο συγγραφέας-αφηγητής-ήρωας έχει μια εμπειρία τραυματική και επικίνδυνη. Συναντάει το βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων,
«μια απ΄ τες πολλές άγνωστες κι ύποπτες
νεανικές μορφές που απ’ εκεί περνούσαν», όπως λέει ο ποιητής.
Ο άνθρωπος που συνάντησε ο ήρωας ήταν άγνωστος, αλλά δεν ήταν ύποπτος. Αντίθετα, ήταν ένας όμορφος, ήρεμος, πρόσχαρος, ευγενής, υπομονετικός και χαμογελαστός άντρας από την Αλγερία, ο Ρεντά, που ενδιαφέρθηκε ακόμη και για τα βιβλία του Εντουάρ Λουί.
Θα ακολουθήσει συνεύρεση στο σπίτι του ήρωα-αφηγητή, που θα τελειώσει βίαια, καθώς ο άγνωστος αποδεικνύεται βιαστής, ληστής και επίδοξος δολοφόνος.
Μια χειμαρρώδης διπλή αφήγηση, με θέμα την ακραία αναπάντεχη βία και το τραύμα που βίωσε ο συγγραφέας, εκφωνείται από δυο φωνές, που πλέκονται αριστουργηματικά, καθώς εναλλάσσονται και συμπληρώνονται ή ακυρώνονται αμοιβαία. Τα σημαινόμενα, λοιπόν, εκφράζονται από δυο διαφορετικούς ανθρώπους. Έχει ενδιαφέρον ότι ο Εντουάρ Λουί, ο συγγραφέας, εδώ, αντικαθιστά την πρωτοπρόσωπη γραφή, που επέλεξε για το πρώτο βιβλίο του (Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπεγκλέρ), με δυο φωνές, τη φωνή του ίδιου, που είναι το θύμα, και τη φωνή της αδελφής του, της Κλαρά, που αναμεταδίδει το γεγονός όπως της το διηγήθηκε ο Εντουάρ, όταν κατέφυγε για λίγες μέρες στο σπίτι της, στη γενέθλια πόλη. Η Κλαρά απευθύνεται σε έναν σιωπηλό ακροατή, τον άντρα της, και βέβαια, στον αναγνώστη. Οι δυο φωνές, η μία πυρετώδης, η άλλη ψύχραιμη, συνυπάρχουν, συνυφαίνονται, αλληλοσυμπληρώνονται ή αλληλοϋπονομεύονται, δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη-ακροατή να περάσει και να ξαναπεράσει από οπτικές διαφορετικές.
Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τον διπλό μίτο της αφήγησης. Βιωματικός αφηγητής είναι ο ίδιος, που ξεχειλίζει από πολύ δύσκολα συναισθήματα. Πανικός, οδύνη, φόβος, άγχος, παραίτηση, απογοήτευση, πόνος, όλα μαζί τον διακατέχουν και τον καταβάλλουν. Αναμοχλεύει συνέχεια την τραυματική εμπειρία του. Νιώθει μιαν ανεξέλεγκτη, σχεδόν παράλογη ανάγκη εκμυστήρευσης του βίαιου γεγονότος σε κάθε συναναστροφή, σε κάθε συνάντηση, όχι μόνο στο νοσοκομείο ή στην αστυνομία. Άλλοτε διηγείται και κλαίει και άλλοτε τα δάκρυα έχουν στερέψει.
«…πέταξα στα σκουπίδια τα ρούχα που είχε αγγίξει … Έτριψα το πάτωμα, πεσμένος στα γόνατα, το καυτό νερό μου έκαιγε τα δάχτυλα, το μουλιασμένο μου δέρμα ξεκολλούσε σε λεπτά ορθογώνια κομματάκια πάνω στο σφουγγαρόπανο… Σταματούσα, έπαιρνα βαθιές ανάσες, στην πραγματικότητα οσμιζόμουν, σαν ζώο, είχα γίνει ζώο …».
Όταν ο ήρωας διακόπτει την αφήγηση, τη σκυτάλη παίρνει η Κλαρά, η οποία φαίνεται ότι αναμεταδίδει τα γεγονότα, χωρίς να τα αλλοιώνει. Μιλάει σαν να κατανοεί, εν μέρει, το τραύμα του αδελφού της.
« … αποφάσισε να κλειστεί σπίτι του, ολομόναχος, να μην το κουνήσει πια από κει μέσα …. Έκλεινε τα παντζούρια. Έμενε έγκλειστος. Βούλωνε με τα δυο του χέρια τ’ αυτιά του, τα πίεζε, τα πίεζε για να μην ακούει τη φωνή των γειτόνων μέσα από τους τοίχους …».
Η Κλαρά διακόπτει την αφήγηση του παρόντος τραύματος, καθώς παρεμβάλλει αναμνήσεις από το κοινό παρελθόν των παιδικών τους χρόνων. Εδώ, όμως, αποφασίζει να αλλοιώσει την πραγματικότητα. Ενδύει την αφήγησή της με εικόνες, λέξεις και αισθήματα που παρουσιάζουν μια ιδανική πατρική οικογένεια, υποστηριχτική και ευαισθητοποιημένη. Μην ξεχνάμε ότι η Κλαρά απευθύνεται στον άντρα της και, ίσως, φροντίζει και για τη δική της εικόνα.
Ο συγγραφέας και αδελφός της, όμως, ο βιωματικός αφηγητής, την διαψεύδει αυτοστιγμεί, μέσα σε παρένθεση και με πλάγια γράμματα, καθώς την ακούει «κρυμμένος …, ακίνητος πίσω από την πόρτα». Ο αναγνώστης βηματίζει μαζί με τους δυο αφηγητές σε ένα δίπολο θέσης και αντίθεσης.
«Εμείς σεβόμασταν πάντα αυτό που ήταν, πάντα, και όταν μας είπε ότι ήταν διαφορετικός, τη μέρα που μας το είπε, το θυμάμαι σαν να ΄ταν χθες, αλήθεια σ’ το λέω, του απαντήσαμε πως αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα και πως εμείς θα τον αγαπάμε παρ’ όλα αυτά (λέει ψέματα), πάντα, και πως για εμάς θα είναι ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος, του είπαμε λοιπόν πως αυτό είχε σημασία, η ευτυχία του, να είναι ευτυχισμένος (λέει ψέματα) …».
Ο Εντουάρ Λουί , όπως σε όλα τα βιβλία του (Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπεγκλέρ, Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας), προσεγγίζει κάθε φορά το θέμα του με δυο οπτικές, ψυχολογική και κοινωνική. Στην Ιστορία της βίας διερευνά τη στάση του απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στους άλλους μετά την κακοποίηση που υπέστη. Δείχνει ότι το βίωμα μπορεί να καθορίσει την κοινωνική αντίληψη. Το οδυνηρό γεγονός που τον σημάδεψε ανατρέπει τις πεποιθήσεις του, μετασχηματίζει τη στάση του και επανοηματοδοτεί τον κόσμο του.
«Είχα γίνει ρατσιστής. Ο ρατσισμός, αυτό δηλαδή που ως τώρα θεωρούσα κάτι ριζικά αντίθετο προς εμένα, το άλλο άκρο από αυτό που ήμουν, με πλημμύριζε ξαφνικά, και ήμουν οι άλλοι, γινόμουν ακριβώς αυτό που δεν πίστευα ποτέ πως θα γίνω … Ένας δεύτερος άνθρωπος εγκαταστάθηκε στο σώμα μου, σκεφτόταν αντί για μένα, μιλούσε αντί για μένα, έτρεμε αντί για μένα … Στο λεωφορείο ή στο μετρό χαμήλωνα τα μάτια όταν με πλησίαζε κάποιος μαύρος ή Άραβας …».
Στη μέση της αφήγησης, ανάμεσα στην ενότητα οκτώ και εννιά, ο Λουί γράφει ένα Ιντερμέδιο, που αναφέρεται στο μυθιστόρημα του Φώκνερ με τίτλο Ιερό. Ποιες «παράλληλες διαδρομές» διακρίνει ανάμεσα στις δικές του αντιδράσεις και τις αντιδράσεις των ηρώων του Φώκνερ; Το συγκεκριμένο ολιγοσέλιδο κεφάλαιο με αποσπάσματα από το έργο του Φώκνερ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Για να τελειώσει την Ιστορία της βίας ο Εντουάρ Λουί, μετά το κεφάλαιο δεκαέξι, δανείζεται ένα απόσπασμα από το βιβλίο Καντίς (= επιμνημόσυνη δέηση) για ένα αγέννητο παιδί του Πολωνοεβραίου νομπελίστα συγγραφέα Ίμρε Κέρτες (1929-2016), κρατούμενου στο Άουσβιτς και το Μπούχεβαλντ. Το βίωμα των « στρατοπέδων θανάτου» κατευθύνει την πένα του Κέρτες. Το βίωμα του κακοποιητικού τραύματος κατευθύνει την πένα του Λουί.
Ο συγγραφέας γράφει χωρίς να ξεχνάει τις οφειλές του. Πάντα αφιερώνει τα βιβλία του σε ανθρώπους που τον έχουν, με διάφορους τρόπους, επηρεάσει.
Η Ιστορία της βίας αφιερώνεται στον Geoffroy de Lagasnerie (1981- ), σύγχρονο προοδευτικό Γάλλο διανοούμενο και γκαρδιακό φίλο του Εντουάρ, που περνάει από τις σελίδες του βιβλίου. Είναι ο άνθρωπος που τον έπεισε, – ισχυρισμός, άραγε, ή πραγματικότητα – ώστε εκών άκων ο ήρωας-αφηγητής να καταγγείλει το γεγονός στην αστυνομία. «Αλήθεια είναι αυτό που σε κατατρώει», είναι η τελευταία φράση του βιβλίου, δάνειο από τον Κέρτες.
Σχολιάστε