Τὸ Ξόδι ἤ ὁ κοπετὸς τῶν κορωνιδέων του Αθ. Κ. Χριστοδούλου, Ἐκδόσεις Gutenberg, 2015
Ὁ Ἀθανάσιος Κ. Χριστοδούλου, πολυγραφότατος συγγραφέας ( πεζογράφος, ποιητἠς, δοκιμιογράφος, μεταφραστής), ἐπιτελεῖ ἀθόρυβα τὸ ἔργο του, προσηλωμένος στὸ ἐσωτερικό του ἴδωμα, μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ προδώσει, οὔτε κατὰ κεραίαν, τὴν τέχνη του,προστατεύοντας ἔτσι τὸ αὐστηρὰ δικό του λογοτεχνικό σύμπαν.
Με τη ματιά της Μαρίας Μαρκαντωνάτου
Γνώρισα σχετικὰ πρόσφατα τὴ δουλειὰ τοῦ Ἀ. Χ., ὅταν διάβασα, σὲ μετάφραση δική του, τὸν Μόμπι Ντίκ, τὴν θαύμασα,κι ἄνοιξε, ἔτσι, ὁ δρόμος γιὰ τὰ διηγήματα, τὰ ποιήματα, τὰ δοκίμια, κάποια ἐκπληκτικά εἰκαστικά του,μὲ τὰ ὁποῖα κοσμεῖ τὰ ἐξαιρετικῆς ἔκδοσης βιβλία του. Ἕνα μυθιστόρημά του, τελευταῖα, Μίμης ὁ Οὔπας, ἐκδ.Gutenberg, 2019, ἐμπέδωσε τὴν πεποίθησή μου πὼς ὁ Ἀ.Χ ἀποτελεῖ λογοτεχνικὸ φαινόμενο πολὺ σοβαρό, ποὺ, ἀκόμα καὶ οἱ τυχὸν ἀρνητές του δὲν μποροῦν νὰ προσπεράσουν· καὶ λέω ἀρνητές, γιατὶ, σίγουρα,οἱ συλλήψεις του μοιάζουν ἀλλόκοτες, προκαλοῦν ἀμηχανία,σοῦ δίνει τὴν αἴσθηση πὼς στήνει ἕναν κόσμο, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὑπονομεύει καγχάζοντας.Ἄν ὅμως ἐπιμείνεις καὶ οἰκειωθεῖς τὸν τρόπο του,σὲ περιμένουν πολλὰ καλούδια, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ξέρει νὰ δίνει ἁπλόχερα ἡ καλὴ λογοτεχνία.
Ὁ συγγραφέας μοιάζει νὰ ἔχει κουραστεῖ ἀπὸ τὰ συνήθη διαβάσματα, καὶ, ἐν ἐπιγνώσει, ἀκολουθεῖ ὄχι τὸν Ἀπόλλωνα, ὅπως ὁ Ἀριστέας ὁ Προκοννήσιος μεταμορφωμένος σὲ κοράκι,ἀλλὰ τὶς λέξεις του, ποὺ, μὲ ὁδηγὸ τὴ συνειρμικὴ μνήμη, τὸν βοηθοῦν νὰ κατακτήσει τὸ προσωπικὸ λογοτεχνικό του φῶς.
Ὡστόσο, τὰ ἔργα τοῦ Ἁ.Χ.,πεζὰ ἤ ποιητικά,σὰν φάροι ποὺ ἀναβοσβήνουν στὴ διάβαση,σὲ κρατοῦν σὲ ἐγρήγορση,προσκαλοῦν ἀλλὰ καὶ προκαλοῦν, δὲν τὰ κατακτᾶς, ἄν δὲν ἀποφασίσεις νὰ βυθιστεῖς στὴ δική τους πραγματικότητα, ποὺ,ἔτσι κι ἀλλιῶς,αἰωρεῖται
ἀνάμεσα στὸ ἁπτὸ καὶ τὸ ἄναπτο,τὸ εἶναι καὶ τὸ μὴ εἶναι.Πρόκειται γιὰ ἕνα παιγνίδι τῆς γραφῆς πολυδύναμο, ποὺ σοῦ ἐπιβάλλεται, καταφέρνοντας νὰ σὲ κάμει συμπαίκτη του, ἕνα συμπαίκτη ἀποφασισμένο νὰ κερδίσει.
Ἐν τοσούτῳ,(ὑποτονθορίζει ὁ Παπαδιαμάντης -διάχυτος στὸ ἔργο τοῦ Χριστοδούλου), ὁ μυστήριος αὐτὸς συγγραφέας φροντίζει νὰ σοῦ δώσει τὰ κλειδιά,φτάνει νὰ τὸν ἐμπιστευθεῖς, καὶ, τὸ κυριότερο,φτάνει νὰ εἶσαι διατεθειμένος νὰ προσφεύγεις σὲ δικά του ἀναγνωστικὰ λημέρια, βιωμένα ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἤ νὰ διαθέτεις ἱκανὴ λογοτεχνικὴ ἐμπειρία, ὥστε νὰ βρίσκεσαι ἐπὶ τὰ ἴχνῃ·γιατὶ δὲν σὲ ἀφήνει μόνο,σοῦ δείχνει πῶς βλασταίνει καὶ εὐδοκιμεῖ ἡ τέχνη του:Μιὰ τέχνη μεταποιητική, ὅπωςτὴνχαρακτηρίζει σὲ στίχο του( ἀπὸ τὸ ποίημα:Μιὰ φανταστικὴ ἱστορία, Ποιήματα 2009, λάλον ὕδωρ, τυπωθήτω).
Περιπατώντας καὶ σήμερα στὶς συνοικίες μας, διαβάζουμε:Μεταποιήσεις ἐνδυμάτων·μεταποιήσεις μύθων, θρύλων, δοξασιῶν,ἐθίμων, ἐθιμοτυπιῶν, ἰδεῶν,ἔργων λόγου καὶ τέχνης, λέξεων κ.λ.π. κατορθώνει ὁ μεταποιητής Ἀθανάσιος Χριστοδούλου.Μήπως ἔτσι νὰ τὸν ὀνομάσουμε; Ἄν ναί, ἡ τέχνη του εἶναι τῷ ὄντι μεταποιητική,ἀλλὰ, καὶ μὲ τὴ σημασία τοῦ ὅρου: Μετὰ τὴν ποίηση, γιατὶ πῶς ἀλλιῶς νὰ ἐκλάβουμε τὴν περίπτωσή του, μοναδικὴ στὴν Λογοτεχνία μας.
Παίρνω, γιὰ παράδειγμα, μιὰ ποιητική του σύνθεση: ΤΟ ΞΟΔΙ,Gutenberg,2015. Στὴν πρώτη ἀνάγνωση, πρὶν καιρό, ἐπιχείρησα νὰ μιλήσω γι αὐτήν,μὲ μαγνήτιζε,δὲν τὸ ἀποφάσιζα, ὅλο καὶ κάτι μοῦ ‘λειπε, παρότι ὁ ποιητὴς δίνει στὸν ἀναγνώστη πολλὰ σήματα: Ὁ τίτλος καὶ ὁ ὑπότιτλος,ἡ σημασία τῆς λέξης Ξόδι,ὅπως καταγράφεται σὲ ἔγκριτα λεξικά,μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Εὐριπίδη,τὰ εἰκαστικὰ ποὺ κοσμοῦν τὸ βιβλίο, ὅλα κράζουν σὰν τοὺς κορωνιδεῖς ( τὰ μικρὰ τῶν κοράκων), πὼς ἐδῶ πρόκειται νὰ διαβάσουμε μία ἀκόμα ἐλεγεία γιὰ τὸν θάνατο.Τί τὸ νέο, λοπόν,κομίζει ἡ ποιητικὴ αὐτὴ σύνθεση;
Ἄν καὶ ὄχι τόσο βέβαιη γιὰ τὴν πρόσληψή μου, κάτι μὲ εἰδοποιεῖ πὼς ὁ Ἀ.Χ. ἐπιχειρεῖ νὰ ξορκίσει τὰ χιλιοειπωμένα ὅσα ποιητικὰ θανάτου διαχρονικά,καὶ μὲ τὰ χιλιοειπωμένα αὐτά,νὰ δομήσει κάτι ἀλλιώτικο, νὰ καινουργιώσει τὸ παλιό.Ἄν τοῦτο εἶναι ἡ ἐπιδίωξή του, μὲ τὸ χέρι στὴν καρδιά βεβαιώνω ὅτι ἀναδείχνεται ἄριστος.Ὁ κοπετὸς τῶν κορωνιδέων,ἔχοντας ἀποδεκατίσει κάθε ἄλλο θρῆνο, θὰ μὲ συνοδεύει ὥς τὸν τάφο.
Οἱ λέξεις,ὡς ὑλικὸ τοῦ λόγου,φέρουν ἡ κάθε μιὰ τὸ δικό της φορτίο.Πόσῳ μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιὰ λέξεις ἀπὸ λόγο παμπάλαιο:
Κομμένα φύλλα ἁπλωμένα
Στὴ γῆ μιὰ ἀρχαία φυλλάδα
Σαρακοφαγωμένη γνωστὴ, ( Ἐπιμενίδης, Ποιήματα 2009)
στίχοιχαρακτηριστικοὶ τῆς δουλειᾶς του, καθὼς Ἀ.Χ.καταδεικνύεται δεινὸς μελετητὴς ὄχι μόνο τῶν κλασσικῶν συγγραφέων, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐλάσσονες-θὰ λέγαμε σήμερα,ὅπως καὶ οἱ πάσης φύσεως σχολιαστὲς καὶ λεξικογράφοι-, ἰδίως ἐκεῖνοι τῶν ἑλληνιστικῶν καὶ ρωμαϊκῶν χρόνων φαίνεται πολὺ νὰ τὸν γοητεύουν, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἐμπνέουν.Ἔτσι, λοιπόν, τὸ ἐν λόγῳ ποίημα ἔρχεται ἀπὸ συγγραφεῖς ὅπως ὁ Μάξιμος ὁ Τύριος, Πλατωνικὸς φιλόσοφος τοῦ πρώτου μ.χ. αἰ. καὶ ὁ Πλίνιος ὁ Πρεσβύτερος τοῦ δεύτερου μ.χ. αἰ., ποὺ,γιὰ τὸ ἔργο του:Φυσικὴ Ἱστορία, ἀξιολογεῖται ὡς ὁ πρῶτος ἑγκυκλοπαιδιστής. Καὶ οἱ δυὸ παραπέμπουν σὲ πράγματα ποὺ ἐξάπτουν τὴ φαντασία, σὲ ταξιδεύουν μὲ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ λόγου τους, σοῦ γνωρίζουν ἥρωες παραμυθητικοὺς, π. χ. τὸν Ἀριστέα τὸν Προκοννήσιο ,συγγραφέα τοῦ φανταστικοῦ,στὸν ὁποῖο ἀναφορὰ κάνει καὶ ὁ Ἡρόδοτος, καθὼς καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς. Ἐπικὸς ποιητὴς τοῦ 6ου π.χ. αἰ. ὁ Ἀριστέας ἔβγαινε λέει ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ, μεταμορφωμένος σὲ κοράκι, πετοῦσε πάνω ἀπὸ λίμνες, ποτάμια,θάλασσες ὡς ἀκόλουθος τοῦ Ἀπόλλωνα,θεοῦ τοῦ φωτὸς· πῶς νὰ μὴ κεντρίζει τὴ φαντασία ἀναγνωστῶν ὅπως τοῦ Ἀ. Χ., ποὺ ἔχοντάς τον ὡς πρότυπο, ἐμπνέεται τὴ δική του φανταστικὴ ἔξοδο-Ξόδι.
Στὸν Ἀριστέα ἀποδίδουν τὸ σύγγραμμα: Ἀριμάσπεια ἐπη.Οἱ μονόφθαλμοι Ἀριμασποὶ ἤ Ὑπερβόρειοι ἤ Μαγυάροι ἅρπαζαν, λέει, τὸ χρυσάφι ποὺ φύλαγαν οἱ Γρύπες, ὄντα μυθικά (ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω ἀετοὶ, καὶ ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω λέοντες),γι αὐτὸ τὰ βρίσκουμε ἀκόμα καὶ τώρα ἐγγλυφα πάνω σὲ σιδερένιες πόρτες· ὡς προστάτες τοῦ οἴκου, σίγουρα,ἔχουν τὴ θέση τους καὶ στὸ Ξόδι.Ὅπως οἱ Γρύπες, ἔτσι κι ὁ ποιητὴς μας ἐδῶ, φυλάει, μὲ τὴν ποιητική του ἰδιότητα, τὸν χρυσὸ ποὺ λέγεται ἑλληνικὴ γλώσσα.Ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ Ἀ.Χ., γενικότερα, ἀποτελεῖ θησαυροφυλάκιο γλωσσικῆς μνήμης, κι ἄν ἀκόμα κάποιος ἀναγνώστης δὲν θέλει νὰ τὸν ἀκολουθήσει στὶς μεταποιήσεις του,ἀξίζει νὰ ἐπιμείνει, γιὰ νὰ χαρεῖ ὑπέροχα ἑλληνικά,λέξεις πολυόμματες, θησαυρισμένες ἀπο ἀγαπημένα του ἀναγνώσματα, διαμάντια τοῦ ἀνθρώπινου Λόγου, στὴ διαχρονία Του,ἀλλὰ καὶ γλωσσικὰ παιγνίδια, μὲ τὶς πολυσημίες ἤ τὰ ἠχοχρώματα τῶν λέξεων.
Ἡ πρόσληψη,ὁπωσδήποτε,προϋποθέτει ὑπομονή. Παρὰ τοὺς σπλαχνικοὺς πλαγιότιτλους,πηγαίνεις -ἔρχεσαι, ποῦ’ναι τὸ μονοπάτι. Τὸ μονοπάτι μ’ἔβγαλε σ’ἕνα ‘ρημοκκλησάκι /πού’χε σαράντα μνήματα,ἀδέρφια καὶ ξαδέρφια,σπεύδειἀρωγὸςὁ δημοτικὸς στίχος. Νὰ τὸ ἐκκλησάκι, νὰ ὁ νεκρός,νὰ τὸ ξόδι.Ποῦ συντελεῖται ὅμως αὐτὴ ἡ συντέλεια;Ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ στὸν Χριστοδούλειο νοῦ,ἐκεῖ ποὺ κατοικεῖ ἡ σκαμπρόζικη φαντασία του.
Στὴ στενότητα τοῦ γραφείου καὶ σὲ πλήρη σχεδὸν ἀκινησία, ὁ ποιητὴς βλέπει ἔξω ἀπὸ τὸ τζάμι ἕνα μαῦρο σύννεφο σὰν κορακίσια φτερούγα στὸν ἀέρα.Ἡ εἰκόνα πυροδοτεῖ τὴ συνειρμικὴ μνήμη: ὁ Ἀριστέας, τὸ κοράκι – ἡ ψυχὴ ποθεῖ μιὰ ἔξοδο, ἡ φαντασία συντρέχει, νὰ καὶ ὁ φίλος γιὰ παρέα· γιὰ ποῦ; Στὶς ἐξοχὲς τοῦ Βόλου,φυσικά, στὶς Ἀηδονοφωλιὲς μὲ λεωφορεῖο,κι ἀπὸ κεῖ καβαλάρηδες σὲ ἡμιόνους.Συνοδεύουν ὁ Μάξιμος,ὁ Πλίνιος, τὰ μαγικὰ γραφτά τους,παντοῦ κοράκια,μιὰ κίσσα ποὺ ξεψυχᾶ, ἀλχημιστὲς,τὸ δίκροκο ἀβγό, ρεματιὲς σὰν γενειάδες ὁσίων,βράχοι τοῦ Προφήτη Ἠλία,ὁ τριποδισμὸς τῶν ζώων, καὶ τὰ σπιθίσματα στὸ πετρῶδες λιθόστρωτο, ἡ Ὄθρυς,ὁ Παγασητικός, τὸ φῶς,ἄχ, Ἀριστέα,ποῦ εἶναι τὸ φῶς;Ἀντὶ γιὰ φῶς,ἕνα ψοφίμι στὸ ρέμα, κι οἱ διψασμένοι πῶς νὰ πιοῦν, πυορρεῖ μελανὸ τὸ νερό.Κάτι συμβαίνει ἐδῶ·ζῶο ἄραγε,κοράκι μήπως;Ποιός νεκρός,ποιός, ἀλήθεια,ὁ νεκρός;;;
*
Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ ποιήματος ἡ φαντασία ὀργιάζει:Ἄνθρωπος! Ἀνθρωπος εἶναι ὁ νεκρός. Τὸν καημένο,κάποιος μετανάστης·ὁρίστε, στὸν περίβολο τῆς Ὁσίας Μαγδαληνῆς τὸ λείψανό του,τελεῖται ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία. . .νά καὶ ὁ δύστυχος πατέρας, θρηνεῖ,μοιράζουν κουφέτα, νὰ κι οἱ νεκροοθάφτες- τὰ γνωστὰ κοράκια, τώρα τὸν θάβουν. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ κορακόπουλα-οἱ κορωνιδεῖς,γύρω,πάνω, πέρα ποὺ γρούζουν,πέφτουν κάτω σὰν μαῦρες νιφάδες,πτώματα, χιόνια μαῦρα κατακλύζουν τὰ πάντα, πρέπει κάπου νὰ χωθοῦμε. . . στὸ κονάκι ἐκεῖ, στὴν ἐκκλησία κοντά,ἡ πόρτα εὐτυχῶς ἀνοιχτή,ὁρμᾶμε.
Στὸ εἰκονοστάσι τῆς Μαρίας καντήλι ἀναμμένο,ταρριχευμένο κοράκι μὲ ἀπλωμένες φτεροῦγες ἀπὸ πάνω του, ἀρχίζουν νὰ χτυποῦν δυνατά,σὰν γιὰ νὰ πετάξουν,ἡψυχή- νεκροζώντανη σβήνει παραδίπλα τὸ καντήλι τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου,ἐνωμένου πλέον μὲ τὴν ἐκπνοή της.Ἰδοὺ, λοιπὸν, τὸ φῶς.Τὸ φῶς τοῦ κόσμου.
Προβαίνω σὲ χαρίεσσα ἀναμάσηση τοῦ περιεχομένου,ὑποβαθμίζοντας τὴν ποιητικὴ τέχνη τοῦ Χριστοδούλου,ἀλλὰ ὁ σκοπὸς ἁγιάζει τὰ μέσα.Πρόθεσή μου εἶναι νὰ ἀναδείξω, κυρίως, τὴ ραχοκοκκαλιὰ τοῦ ποιήματος, γιατὶ, ἀκριβῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ δυνατὸ σημεῖο τοῦ δημιουργοῦ, καὶ στὴν πεζογραφία καὶ στὴν ποίηση, δὲν χάνει ποτὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ὅλου.Ὁ παράξενος καὶ γοητευτικὸς συνάμα τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο χειρίζεται τὸ ὑλικό του κτίζει, συνήθως, μιὰν ἀφήγηση μὲ ἀρχὴ, μέση καὶ τέλος,ὁ ποιητὴς δὲν ἀφήνει τίποτε στὴν τύχη του.Ἐπιμένω στὴ λέξη ποιητὴς, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἰδιότητα ἐπικυριαρχεῖ στὴ λογοτεχνία του. Ὁ Ἀ.Χ., ἀκόμα καὶ στὰ πεζά του, δουλεύει μὲ τὰ ἐργαλεῖα τῆς ποίησης.
Στὸ Ξόδι, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι τὸν ἄξονα χαράζουν ἰδίως οἱ λέξεις: ξόδι μὲ τὶς συνδηλώσεις της, τὸ ἴδιο καὶ ἡ λέξη κοράκι μὲ τὶς δικές της συνδηλώσεις.Μιὰ ἔξοδος ἀνάσας ὁδηγεῖ σ’ἔνα ξόδι, σὲ μιὰ ἐξόδιο ἀκολουθία,σὲ μιὰ ταφὴ· τέλος, στὸν ἐξόδιο θρῆνο, στὸν κοπετὸ.Τὰ κοράκια προμηνοῦν ποῦ ὁδηγεῖ ὁ περίπατος, συνοδεύουν συμπάσχοντας,καὶ,ὅπως εἶναι ἑπόμενο, ἀναλαμβάνουν τὸ μυρολόϊ, κόπτονται, στηθοκοπιοῦνται.Ὁ κοπετὸς τῶν κορωνιδέων, ὁ αἰώνιος πόνος γιὰ τὸν ἅρπαγα θάνατο ὁλοκληρώνει τὸ δρώμενο.Ὅσο γιὰ τοὺς ἑκάστοτε περιλειπόμενους, κάποια παραμυθία βρίσκεται ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, κάποιο φῶς θὰ διαλύσει το σκοτάδι.Μετὰ τὸν Σταυρὸ -ἡ Ἀνάσταση. Ὁ Γκαῖτε φῶς,περισσότερο φῶς!εἶπε ξεψυχώντας, κι ὁ Ἰβὰν Ἰλιτς, στὴ γνωστὴ νουβέλα τοῦ Τολστόη,λίγο πρὶν τὴν ἐκπνοή του,εἶδε ἕνα φῶς.Πέθανε ὁ θάνατος πρόλαβε νὰ στρογγυλέψει στὸν νοῦ του.
Τί εἶναι θάνατος, τί εἶναι ζωή, μήπως ἕνα καὶ τὸ αὐτό;Ὁ Ἀριστέας μὲ μορφή κόρακα ταξίδευε, ὅποτε τοῦ βουλιόταν, μὲ κατεύθυνση τὸ φῶς.Γιὰ τὸ φῶς, λοιπόν, ὅλα ὅσα εὐφρόσυνα δημιουργεῖ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, γιὰ τὸ φῶς καὶ τὸ ΞΟΔΙ μὲ τὴν καταληκτική του φάση, τὸν κοπετό, εἰτε κορωνιδέων εἴτε ἀνθρώπων. Φῶς ἐκχέεται κι ἀπὸ τὰ λαμπρὰ ἑλληνικὰ τοῦ Ἀ.Χ., ποὺ τὰ ἀνάγει σὲ αὐτοσκοπό καὶ προκλητική μνήμη.Φῶς καὶ μαγεία ( ἀπὸ σκοτεινὴ ἕως καὶ ξεκαρδιστική), -τὸ τεκτόνημα τοῦ Ἀλχημιστῆ, Ἀθανάσιου Χριστοδούλου.
Στὸν συγκεντρωτικὸ τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ἐκδ.τυπωθήτω-Γεώργιος Δαρδανός, 2009,ὁἈ.χ.,ἔμμεσα αὐτοσαρκαζόμενος,βάζει τὸν Ἡρόδοτο νὰ γράφει σὲ φίλο του,διαμαρτυρόμενος γιὰ ἕναν κακότεχνο ἀντιγραφέα του: . . .ὁ τύπος αὐτὸς- αὐτὸς ὁ ἄχαρος-ἥσκιος εἶναι ὁ ὅρος ὁ σωστὸς-δὲ διαθέτει, ὡς φαίνεται,νοῦ στοιχειώδη.Μὴ ἔχοντας τίποτα νὰ πεῖ, ἡ τέχνη του ἀναλίσκεται σὲ τόνους καὶ πνεύματα,καλλιγραφίες, ἀνορθογραφίες, παρατονισμούς καὶ διπλογραφίες, σὲ μιὰ μανιακὴ λεξιθηρία κοντολογίς. . . σὲ μιὰ μυριάνθιστη πανδαισία,λέμε ἐμεῖς,σ’ἕνα σκοπὸ ποὺ ἔχει μέγα σκοπό, ὅσο κι ἄν καρπὸς ἀκινησίας.
Στὸ Ξόδι του ὁ Ἀθανάσιος Χριστοδούλου καταθέτει, νομίζω, τὸ ἀπόσταγμα τῆς ἐμπειρίας του γιὰ τὴ Λογοτεχνία: Ὅλα ἔχουν εἰπωθεῖ· ὡστόσο, τὸ φαινόμενο ποὺ λέγεται Ζωὴ παραμένει μιὰ πιρουέττα τοῦ νοῦ, μιὰ σύμβαση τοῦ ἀνθρώπινου λόγου ποὺ πλέει αἰνιγματικὴ καὶ ἄπιαστη σὰν τὴ Λευκὴ φάλαινα στὸ θηριῶδες μυθιστόρημα τοῦ Μέλβιλ, Μόμπι Ντίκ, ἤ σὰν τὰ κοράκια ποὺ πετοῦν κρώζοντας στὶς φωλιές τους.Ἡ ἴδια, ἐν τέλει, ἡ ὕπαρξη δὲν εἶναι παρὰ προϊὸν τοῦ νοῦ, καὶ ἡ λογοτεχνία – ἡ σκιά της.Κι ὁ ἄνθρωπος; Αὐτόπτης μάρτυρας,ἀλίμονο,τῆς σκιᾶς του.Ἔτσι, τὸ Ξόδι, σὲ μιὰν ἄλλη ἀνάγνωση, συνιστᾶ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὶς αὐταπάτες μας.
Σχολιάστε