Μονόφτερη

Μονόφτερη

της Αλεξάνδρας Ζερβού

Μ΄ένα μοναδικό μολύβι μαύρο,

ζωγράφιζε, νυχθημερόν,

εφτάχρωμη την ίριδα

και πλήθος παρδαλά πουλιά,

στο περιτύλιγμα των συγγραμμάτων.

Παρέμεινε αναλφάβητη.

Μονόφτερη, πετούσε στα ψηλά,

χωρίς διακοπή, για δεκαετίες.

Φοβότανε να σταματήσει,

μη συρθεί κατάχαμα.

Δεν έμαθε ποτέ να περπατάει.

Εκ του αποτελέσματος

Εκ του αποτελέσματος

της Αλεξάνδρας Ζερβού

Λογάριασες πως επαρκούσε ο πηλός

για το σταμνί και για το στρογγυλό πετρόχτιστο

και για το σώμα σου σε σχήμα γυναικείο,

χωρίς γωνίες κι αιχμές, χωρίς οξύτητα.

Με δοκιμές και τέχνη κι υπολογισμούς,

έφτασαν και περίσσεψαν, η λάσπη

κι οι λίθοι του αναθέματος.

Γανυμήδης

της Χαράς Πρεβεδώρου

Γανυμήδης

Καθόταν στην Ομόνοια.

Άνοιξη χωρίς λουλούδια,

μόνο καλλιτεχνήματα από σίδερο.

Ένιωθε τις θωπείες τού αέρα ζωντανές

και τους ψιθύρους του:

«Πώς σε λένε;»

«Γανυμήδης, γιος του Τρωός»,

εκπάγλου καλλονής,

ελληνικό προφίλ, τρυφερό δέρμα.

Αν του φορούσες πέπλα,

θα τον περνούσες για κορίτσι.

Δυο θεϊκά μάτια αιωρούνταν στον αέρα,

τον χάιδευαν.

Γέμισε το κορμί του ερωτικούς χυμούς.

Τρόμαξε όπως τρομάζουν οι ερωτευμένοι

και όπως υπακούουν υπάκουσε.

Εξαφανίστηκαν ύστερα.

Ο γνωστός θνητός σφάδαζε στην άσφαλτο.

Τον κλοτσούσαν, τον έφτυναν, τον μαχαίρωναν.

Εκείνος ήταν στον δρόμο για τον Όλυμπο.

.

Διάκοσμος

της Αλεξάνδρας Ζερβού

ΔΙΑΚΟΣΜOΣ

  Στους τύπους των ήλων

ξανακαρφώνεις, όλο προσοχή,

ειρωνικά  πορτρέτα και  γυμνά κατάκοπα

και δείγματα τέχνης αφηρημένης.

Αναρτάς  υπερμεγέθη κάτοπτρα

 να δώσεις την ψευδαίσθηση του βάθους,

 πάνω στις θύρες διαφυγής.  

Και τα βιβλία σου, εξόχως χρήσιμα,

 για να επενδύσουν επιφάνειες κάθετες

  να ηχομονώνουν και να διακοσμούν

 τα τείχη σου που χτίστηκαν ανεπαισθήτως.

Πυρπολημένο θέρος στην Πατρίδα

Πυρπολημένο  θέρος στην Πατρίδα

της Αλεξάνδρας Ζερβού

                                (Πατρίδα,  η παιδική μας ηλικία)

Στη χώρα μας, τα δάκρυα του θεού

ποτίζουν τις αυλές, φαρμακωμένα .

Η ανάσα του μας καίει τα σπαρτά  

και τα μεγάλα δέντρα κάτω απ’ το φεγγάρι.

Κι όμως, εσύ, με τα καλά γοβάκια σου,

νυχθημερόν, στον απανθρακωμένο λόφο, 

να πολεμάς να φτάσεις στην κορφή,

κυλώντας τη βαριά μεγάλη πέτρα ,

να δεις, αν κάτι σώθηκε, να το φροντίσεις.

Πώς θα κατέβεις άραγε;

Δημιούργησε έναν Ιστότοπο ή Ιστολόγιο στο WordPress.com

ΠΑΝΩ ↑