της Σταυρούλας Ρεσβάνη
Θα ήθελα να σου πω μια ιστορία.
Κοντά στη φωτιά την παραμυθητική.
Θα ήθελα να βάλω στις χουφτίτσες σου
απαλές χιονονιφάδες, σοφά σχηματισμένες,
όμως γρήγορα θα μεταμορφωθούν σε παγωμένο νερό.
Θα ήθελα να σε κάνω να ακούσεις
τους μυστικούς χυμούς της χειμωνιάτικης γης,
καθώς ανεβαίνουν από τις ρίζες των δέντρων,
όμως δεν έχω την ικανότητα ούτε κι εσύ την υπομονή.
Θα ήθελα να μάθεις το τραγούδι που συνοδεύει τον ανθρώπινο μόχθο,
αλλά δύσκολα θα το διακρίνεις μέσα σε ήχους αδικίας μπερδεμένο.
Αγγίζω τα απαλά σου δαχτυλάκια ένα-ένα,
σαν να είναι μηχανισμός μαγικού κουτιού.
Να βεβαιωθώ ότι θα αγγίζουν την προκοπή
και θα τη μεταμορφώνουν σε χάδι.
Σου λέω το παραμύθι για το παιδί που φώναξε:
«ο αυτοκράτορας είναι γυμνός».
Κι εκείνο το άλλο, «το κοριτσάκι με τα σπίρτα».
Σε νανουρίζω, κοριτσάκι, σε μπαμπακένια αγκαλιά.
Τίποτε ας μην ταράξει τον ύπνο σου.
Απαλά να σβήσει από το χειλάκι σου το απομεινάρι του χαμόγελου.
Πόσο όμορφος είναι ο κόσμος που μου έδειξες, μικρή μου!
Πόσο αθώα άκουσες τα παραμύθια μου!
Κι ας μη σου εξήγησα καλά, γιατί μόνο το παιδί είδε πως ο αυτοκράτορας είναι γυμνός.
Κι αλήθεια! Γιατί το κοριτσάκι με τα σπίρτα έσβησε μαζί με τη φλόγα τους;
Ευτυχώς, καλό μου. Αφέθηκες στης φωνής την τρυφεράδα, στην πειθώ της αγάπης μου.
Κι έτσι, αύριο θα πούμε και για τον Άγιο Βασίλη, που θα έρθει με δώρα!
Τι όμορφοι στίχοι, με γλύκα, σοφία και τόση τρυφερότητα!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!