Σημειώσεις για δύσκολες σχέσεις
Το μοτίβο μητέρας – κόρης
Φορτισμένες, πολύπλοκες, παρούσες δια βίου οι «ζόρικες» βιωματικές σχέσεις μητέρας και κόρης σφραγίζουν τη λογοτεχνική γραφή. Μέσα από σελίδες αυτοβιογραφικές, ημερολογιακές, επιστολικές, ακόμη και μυθιστορηματικές, οι γυναίκες, κυρίως, συγγραφείς κοιτάζονται συχνά σε ένα μεγεθυντικό καθρέφτη. Βλέπουν τη μορφή τους και μαζί τη μορφή της μητέρας τους. Δυο πρόσωπα δίπλα δίπλα. Ίσως όμοια ; Ή μήπως αγεφύρωτα ανόμοια; Όπως και να έχει, η σχέση που τα συνδέει φαίνεται επικίνδυνο άθλημα πάνω σε τεντωμένη χορδή.
Με τη ματιά της Εύης Ζερβού Καλλιακούδη
Οι δύσκολες συναισθηματικά σχέσεις μητέρας – κόρης, στα κείμενα που έχουμε επιλέξει, εμφανίζονται εκρηκτικές και θυελλώδεις. Η γυναικεία πένα δεν διστάζει να αποτυπώσει τα οδυνηρά συναισθήματα στο χαρτί, με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Οι κόρες – συγγραφείς, που κινούνται σπασμωδικά και αμφίθυμα γύρω από τη μητρική φιγούρα, γράφουν για μητέρες ανελέητες. Σε όλη τους τη ζωή σκοντάφτουν σε αντιθετικά δίπολα. Παρουσία – απουσία. Αγάπη – μίσος. Αποδοχή – απόρριψη.
Η συγγραφέας που έχει γράψει τις περισσότερες, ίσως, αυτοβιογραφικές σελίδες στη Λογοτεχνία μας, συνηθίζει να σταματάει στις πιο θλιβερές στιγμές της ζωής της. Τις αναπαράγει σταθερά και εμμονικά. Σαν να θέλει μόνον αυτές να θυμάται. Μεγεθύνει την πικρία, το παράπονο ή την απογοήτευση. Σαν να απολαμβάνει την πένθιμη διαρκή μελαγχολία της. Είναι, άραγε, ο τρόπος που επιλέγει για να αισθανθεί σε όλη την έντασή τους τα πιο δύσκολα συναισθήματα;
Στα γραπτά της, με κάθε ευκαιρία γυρίζει πίσω, στην παιδική ηλικία. Δεν μπόρεσε ποτέ να επουλώσει το συναισθηματικό έλλειμμα εκείνων των χρόνων, όπως τουλάχιστον η ίδια το αποτυπώνει. Η μικρή Πηνελόπη, πάντα αναστατωμένη και ονειροπόλα, έχει ανάγκη από τρυφερότητα και μητρικές αγκαλιές. Μεγάλη πια ηλικιακά, κοντά στα εξήντα, θυμάται για ακόμη μια φορά το ξύλινο μικρό μπαλκόνι τού πατρικού σπιτιού στην Αλεξάνδρεια. Δεν νοσταλγεί την τριανταφυλλιά με τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα ούτε τις γλάστρες με το βασιλικό. Πάντα συναισθηματικά φορτισμένη η Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941), έχει την αίσθηση ότι η μητέρα της, η Βιργινία Μπενάκη, υπήρξε ψυχρή μητέρα, χωρίς ευαισθησίες, χωρίς τρυφερές εκδηλώσεις. «… Ήταν βίαιη, αυταρχική, δεσποτική». Ακούει σαν απειλή τη φωνή της: «Λαδικό! Που θα μου δώσεις συμβουλές!». Θυμάται ότι «εύκολα έπεφτε η μπατσιά (από τη μητέρα) που πηγαινοέφερνε το μυαλό στο κρανίο …». Βιώνει επώδυνα, τις περισσότερες φορές, κάθε επαφή μαζί της. Η Πηνελόπη ζητάει στοργή και επιείκεια. Εισπράττει ψυχραιμία και αυταρχισμό. Εγκλωβισμένη στην υπερευαισθησία της, επινοεί νοερές αυτοκτονίες για να « τιμωρήσει» τη μαμά της, προσβλέποντας ταυτόχρονα σε μια πιθανή μεταστροφή της μητρικής στάσης. «Σε κείνη τη γωνιά (στο ξύλινο μπαλκόνι) …,κατέφευγα το σούρουπο, όταν είχα φάγει κανένα μπάτσο ή τιμωρία και ήταν πολύ μεγάλος ο καημός μου, που δε μ΄αγαπούσε η μητέρα. … Συλλογιζόμουν: Άραγε πονεί πολύ να πέσει κανείς εκεί χάμω; Με τραβούσε η ιδέα του θανάτου, που θα έκανε τη μητέρα να κλάψει». (Πρώτες Ενθυμήσεις, γράφτηκαν γύρω στα 1931-1932).
Στις ημερολογιακές της σελίδες η συγγραφέας, παραθέτοντας πραγματικά γεγονότα, κάνει ποικίλες αναφορές στη μορφή της μητέρας της. «Από τα δεκαπέντε, η ήδη πολύ θλιβερή ζωή μου έγινε κόλαση. Μου άρεσε πολύ το διάβασμα, όμως η μητέρα δεν το έβλεπε με καλό μάτι και άρχισε να μου κάνει τη ζωή δύσκολη για να με εμποδίζει να διαβάζω τις ελεύθερες ώρες μου. – Έλα να μετρήσεις τα ασπρόρουχα. –Πήγαινε να κάνεις τους λογαριασμούς της μαγείρισσας. … – Ράψε το φόρεμα της μικρής σου αδελφής. –Διόρθωσε το καπέλο της μικρής σου αδελφής. …-Άφησε το διάβασμα, δεν θα σε κάνω φιλόσοφο». (Αναμνήσεις 1899)
Η Βιργινία φαίνεται ότι αδυνατεί να αφουγκραστεί τις αναζητήσεις τής έφηβης κόρης της. Η Πηνελόπη λαχταρά να γνωρίσει καινούργιους κόσμους. Διαβάζει ακατάπαυστα. Ζητάει αποδοχή. Δεν την βρίσκει. Αντίθετα νιώθει μια συνεχή πίεση.
Τα αισθήματα της Πηνελόπης του «πάθους» δοκιμάζονται στις συνομιλίες των χρόνων της ωριμότητας με την μεγαλύτερη αδελφή της, την Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα δεν κατανοεί τις δυσκολίες της. Δεν συμμερίζεται τις αγωνίες της. Εκείνη αισθανόταν πάντα καλά στην πατρική οικογένεια. «… (Η Αλεξάνδρα) κοίταζε … ήσυχα, (με) τα μεγάλα καστανά της μάτια γεμάτα απορία, και έλεγε (στην Πηνελόπη): Πού πας και τα φαντάζεσαι όλα αυτά;» (Πρώτες Ενθυμήσεις)
Ακόμη και όταν πέρασε την παιδική ηλικία, αργότερα, στα νεανικά της χρόνια, τότε που η οικογένειά της έκρινε ότι ήταν σε ηλικία γάμου, η Πηνελόπη θυμάται πόσο υπέφερε από τις ψυχικές δοκιμασίες ως υποψήφια νύφη. «…Η μητέρα με ταλαιπώρησε με μερικά συνοικέσια, το ένα χειρότερο από το άλλο …. Μου έκανε τη ζωή αφόρητη για να με αναγκάσει να υποχωρήσω». ( Αναμνήσεις 1899)
Ωστόσο, διαβάζοντας τα εξομολογητικά κείμενα, που βασίζονται στις αναμνήσεις της, διαπιστώνουμε ότι τα αισθήματά της δεν είναι μονοσήμαντα. Συναντάμε αναιμικές αχτίδες φωτός στη σχέση μητέρας- κόρης, που δίνουν μια προσωρινή συναισθηματική ανακούφιση στη φουρτουνιασμένη καρδιά της νεαρής συγγραφέως. «Επιτέλους η μητέρα με εμπιστεύεται, με φιλάει και με αγαπά». Και αλλού: «…Χαμογέλασα (στον θαυμαστή μου) … Έκανα τη γενναία αλλά στο βάθος έτρεμα στην ιδέα της κατσάδας που θα έτρωγα (από την μητέρα). Χωρίς ωστόσο να το περιμένω, η μητέρα άρχισε να γελά. … Και έμεινα με ανοιχτό το στόμα από την ανεκτικότητά της». (Αναμνήσεις 1899)
Αναρωτιέμαι αν μπορεί να συνυπάρχει αγάπη και ταυτόχρονα μίσος για το ίδιο πρόσωπο. Φαίνεται ότι όλα, ακόμη και τα πιο αντιφατικά, τα πιο ετερόκλητα, τα πιο πονεμένα συναισθήματα, χωράνε στη σχέση μητέρας – κόρης, ιδιαίτερα όταν οι άνθρωποι έχουν έναν ψυχισμό εύθραυστο και ευάλωτο. Τα εξομολογητικά κείμενα που διαβάζουμε θυμίζουν παράξενες ακουαρέλες. Το πινέλο βυθίζεται σε δάκρυα για να αποτυπώσει τις διακυμάνσεις της ψυχής.
Έρχεται στο μυαλό μου η χαρακτηριστικά σπαραχτική γραφή τής Μαργαρίτας Καραπάνου (1946-2008), βραβευμένης το 1988 με το γαλλικό βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα Ο Υπνοβάτης. Έζησε μεγάλο διάστημα ως παιδί και ως έφηβη μακριά από την μητέρα της, την καταξιωμένη λογοτέχνιδα Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Η μητέρα στο Παρίσι, το κέντρο όλων των καλλιτεχνικών ρευμάτων, ζει μια δημιουργική και πνευματικά ενδιαφέρουσα περίοδο ανάμεσα στον Ν. Κούνδουρο, τον Μ. Κακογιάννη, την Ειρ. Παππά, τον Μ. Βολανάκη, τον Ιονέσκο, τον Z. P. Sartre, την S. de Beauvoir, τον Al. Camus, τον M. Bejart. Η κόρη της, η Μαργαρίτα Καραπάνου, ζει το μεγαλύτερο διάστημα στην Αθήνα με τη γιαγιά της.
Το πρώτο της μυθιστόρημα, εφιαλτικό στο περιεχόμενο, με τίτλο Η Κασσάνδρα και ο λύκος (1976), η Μ. Καραπάνου το αφιερώνει στη μητέρα της: «Στη μητέρα μου Μ. Λυμπεράκη με αγάπη». Στο κείμενό της ανακαλύπτουμε την εξαιρετικά καλυμμένη διάθεσή της να χαράξει σπαράγματα βιωμάτων. Η μικρή μυθιστορηματική Κασσάνδρα – Μαργαρίτα γράφει ένα γράμμα στη μαμά της, που είναι απούσα. «Αγαπημένη μου μαμά, πότε θα γυρίσεις; Θέλω να σε σκοτώσω. Σου στέλνω πολλά φαντάσματα. … Κασσάνδρα». Η πραγματική μαμά της, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, τα χρόνια που ζει στο Παρίσι, της γράφει πολύ συχνά γράμματα. Της προτείνει βιβλία, την συμβουλεύει να διαβάζει, την ενθαρρύνει και την καθησυχάζει στα πολύ δύσκολα, της μιλάει για τον κύκλο των Γάλλων διανοουμένων. Είναι απούσα; Είναι παρούσα; Πίσω από τις λέξεις, όμως, μητέρας και κόρης κρύβονται ανομολόγητοι φόβοι.
Η αγάπη, ο θυμός και το μίσος της κόρης – συγγραφέως μπερδεύονται, καθώς εναλλάσσονται με σφοδρότητα μεταξύ τους, και οδηγούν την επικοινωνία σε δαιδαλώδεις δρόμους και τραυματικά μονοπάτια. Εδώ ακριβώς, ακουμπάει η προσωπική ιστορία της Μ. Καραπάνου και η πολυκύμαντη επαφή με τη μητέρα της. Στο παράξενο αυτοβιογραφικό εγχείρημά της με τίτλο Μαμά (2004), η Μαργαρίτα Καραπάνου αναμιμνήσκεται και επινοεί. Η φαντασίωση και η πραγματικότητα αναμειγνύονται. Τα θρυμματισμένα συναισθήματα είναι παντού και παρόντα και συνυπάρχουν με την ασθένεια της συγγραφέως. Οι λέξεις αλλά και οι αποσιωπήσεις καλύπτουν σπηλαιώδη κενά, αγιάτρευτους (;) καημούς και μεγάλο πόνο. «Μητέρα πόσο σας αγαπώ. Θέλω να κόψω τα χέρια σας και τα πόδια σας, για να χωράτε μέσα στην καρδιά μου. (Μαμά)
Και αλλού γράφει : «Κολυμπάω μέσα στην κοιλιά σου. Είναι ζεστά και οικεία. Δεν θα βγω ποτέ. …». Η μητέρα, όμως, δίνει μια ιδιότυπα ανατριχιαστική απάντηση «…Δεν σε αντέχω πια. Είσαι ένα τέρας που μου τρώει τα σωθικά. Θέλω να πεθάνεις τώρα, να βγεις απ’ την κοιλιά μου νεκρή». (Μαμά)
Η κόρη προσδοκά την ασφάλεια, την αγάπη και την εγγύτητα. Βιώνει την έλλειψη. Εκλιπαρεί ηχηρά για την μητρική παρουσία. Ζει τη διαρκή απουσία. Αίτημα αποδοχής, απόρριψη, απώθηση, απογοήτευση, φόβος, όλα συνυπάρχουν. Τα συναισθήματα θρυμματίζονται. Τα πρόσωπα απωθούνται. «Μαμά, είσαι γοργόνα. Εγώ είμαι ανεβασμένη στη μαύρη σου ουρά, τεράστια και τρέχουμε. … Είναι η πρώτη φορά που σε έχω δικιά μου. Σφίγγω τα πόδια μου γύρω στην ουρά σου. Η ουρά γίνεται ξαφνικά ατσάλι, με πληγώνει». (Μαμά)
Η Μαργαρίτα (Καραπάνου) γράφει για την ίδια. Γράφει για τη μαμά Μαργαρίτα (Λυμπεράκη). Ίδιο όνομα, κοινή ταυτότητα, κοινός χώρος! Ποιος να είναι ο δικός της χώρος; Είναι ο χώρος των λυγμών. Θρηνεί για την ίδια. Θρηνεί για τη μαμά της. Πονάει για τη σχέση τους. Γράφει ένα τελευταίο γράμμα. Η παραλήπτρια δεν θα το λάβει ποτέ. «Μαμά, σου γράφω κι εγώ ένα γράμμα 7 χρόνια μετά το θάνατό σου. … Έκανα πράγματα από τότε που πέθανες. … Δεν σου κρατάω κακία αλλά μια απέραντη αγάπη … Έφυγε με το θάνατό σου όλο το διφορούμενο που είχαμε στη σχέση μας. Έμεινε μόνο η αγάπη…». (Φ. Τσαλίκογλου, Δε μ΄αγαπάς. Μ΄αγαπάς, 2008)
Η συγγγραφή δεν είναι μόνο δημιουργία για την Μ. Καραπάνου, είναι ταυτόχρονα και κυρίως μια θεραπευτική διαδικασία. Την γαληνεύει και την κρατά στη ζωή. Επουλώνει πληγές ζωής. (Ναι, 2000).
Η ανάγνωση των κειμένων, και μάλιστα των αυτοπροσωπογραφικών που καταγράφουν δύσκολα συναισθήματα, αποτελεί μια πολύ προσωπική αναγνωστική περιπέτεια. Πρότεινα μια εκδοχή της. Οι αναγνώστες μπορούν να ανακαλύψουν μύριες άλλες.
Σχολιάστε