Αυτό που δεν γνωρίζω ακόμα, της Ειρήνης Δερμιτζάκη, συλλογή διηγημάτων, anima εκδοτική
Η Ειρήνη Δερμιτζάκη, που γράφει σενάρια για ταινίες μικρού μήκους, κάνει τα πρώτα της βήματα στη Λογοτεχνία με τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Αυτό που δεν γνωρίζω ακόμα (anima εκδοτική). Χρειάζεται παρατηρητικότητα, διεισδυτικότητα και επινοητικότητα, στοιχεία που διαθέτει η συγγραφέας, για να αποδοθούν τα ποικίλα προσωπεία της βίας.
Με τη ματιά της Εύης Ζερβού Καλλιακούδη
Οι ιστορίες της Ειρήνης Δερμιτζάκη διαδραματίζονται σε όλο τον κόσμο. Από τόπους της Ελλάδας μέχρι τη Ν. Υόρκη και το Λονδίνο. Αδιαφορία, επιθετικότητα, υπέρμετρη σκληρότητα, κατάφωρη αδικία, εκμετάλλευση, υποκρισία και μικροσυμφέροντα, συνεχείς και απογοητευτικές ήττες των ανίσχυρων, τάση αυτοκαταστροφής: έτσι γεννιούνται οι ιστορίες της. Πού και πού συναντάς ένα ίχνος χαμόγελου: «Και εγώ ρουφάω ζωή … Νιώθω ζωντανή». (Καπουτσίνο χωρίς καφεϊνη).
Διαβάζουμε είκοσι διηγήματα, για την ακρίβεια δεκαοκτώ διηγήματα, ένα δελτίο ειδήσεων(= η επιτομή της βίας) και ένα παραμύθι, με θέμα τη βία, που η συγγραφέας τής δίνει πολλές όψεις, καθώς την ξεδιπλώνει σε άπειρες παραλλαγές. Η βία συμβαίνει παντού. Στο σπίτι (Έκτορας και η Ανδρών Μάχη) , στο γηροκομείο (Κάτι μπήκε στο μάτι μου), στο δρόμο (Σκέφτομαι και γράφω: Πώς πέρασα το Σάββατο, Της Κατερινιώς …), στο χωριό (Ο ανεμόμυλος), στο μετρό (Εμπλοκή δακρύων).
Είναι κραυγαλέα ορατή (Το ναυάγιο) ή, αντίθετα, μοιάζει σχεδόν αόρατη (Φλιπεράκι). Ασκείται καθημερινά ή περιστασιακά. Μερικές φορές, το θύμα ούτε καν την συνειδητοποιεί. Βυθίζεται μέσα της και, σχεδόν, την εναγκαλίζεται (Ένα τεράστιο σπυρί από αυτά που πονάνε). Κάποτε το θύμα φαίνεται να αφυπνίζεται. Φέρνει στην επιφάνεια όλους μαζί τους εξαναγκασμούς που υφίσταται, τους αθροίζει και «τρελαίνεται». Το επόμενο βήμα, μια πρωτόγνωρη αντίδραση, τυφλή και λυσσαλέα (Το ναυάγιο).
Η βία υφέρπει ανάμεσα στα κενά και τις αδυναμίες των ηρώων/ηρωίδων της Ειρ. Δερμιτζάκη, γίνεται λερναία ύδρα και καταβροχθίζει την οντότητά τους , τις ανάγκες και τις ευαισθησίες τους, ακόμη και τη ζωή τους. Τα θύματα είναι άνδρες, γυναίκες, παιδιά, άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, ζώα. Κάποιοι έχουν όνομα. Κάποιοι είναι χωρίς όνομα για να επιτρέψουν τις ταυτίσεις με τον/την αναγνώστη . Οι θύτες είναι ο/η σύντροφος, ο γονιός, ο συγγενής, ο συνεργάτης, ο άγνωστος στο δρόμο.
Στις περισσότερες ιστορίες αφηγητής είναι ο ήρωας ή η ηρωίδα, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και, καθώς εμπιστεύεται τον αναγνώστη, ξετυλίγει το επώδυνο κουβάρι τού προσωπικού βιώματος. Θέλει να μοιραστεί το τεράστιο βάρος που σηκώνει. Εξομολογείται, και οι κουβέντες παίρνουν τη μορφή προσωπικής μαρτυρίας.
Η μια ιστορία διαδέχεται την άλλη, κι ενώ όλες μιλούν για το ίδιο θέμα, είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Έχουν πολλές αποχρώσεις, πολλές απροσδόκητες εξελίξεις.
Σαν να διαβάζουμε ένα πολυφωνικό έργο βγαλμένο από μια πινακοθήκη τραγικών μορφών. Αναφέρω, ενδεικτικά, χαρακτηριστικά στιγμιότυπα:
- Σε μια καλοκαιρινή παραλία της Θεσσαλονίκης, η γυναίκα συνειδητοποιεί τον ασφυκτικό βρόχο της λεκτικής και σωματικής κακοποίησης, που χρόνια βιώνει. Ποια θα μπορούσε να είναι η αντίδρασή της; Η συγγραφέας επιλέγει να δώσει το πιο ακραίο, το πιο δύσκολο τέλος (Το ναυάγιο).
- Απολαμβάνει ως παιδί ένα βαζάκι μερέντα, τη μέρα που η μάνα της, άστοργη και κακοποιητική απέναντί της, τους εγκαταλείπει. Το κοριτσάκι το γιορτάζει. Και είκοσι εφτά χρόνια αργότερα, όταν η μάνα πεθαίνει, η κόρη, μεγάλη πια, ξανατρώει απολαυστικά ένα βαζάκι μερέντα καθισμένη πάνω στον μαρμάρινο τάφο. Εκδίκηση; (Ένα βαζάκι μερέντα).
- Ένας άνδρας μόνος, σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας, καπνίζει ασταμάτητα μέσα στον καύσωνα. Πολλά τα κουνούπια και διαβολεμένος ο ήχος της μηχανής. Όλα τον ενοχλούν, και δεν είναι η πρώτη φορά. Καθώς τρώει το καρπούζι του, τώρα που τον εγκατέλειψαν, αξιολογεί με ειλικρίνεια τη στάση του : «Και εγώ εκεί, όλο να βρίζω. Για το πεπόνι που ήταν άγευστο σαν κολοκύθα, για το τσίπουρο που ήταν ζεστό σαν κάτουρο, για το γαμωσίριαλ που έβλεπε και δεν μπορούσα εγώ να δω μπάλα». Αν γυρίσει η γυναίκα του, έχει αποφασίσει να της χαρίσει ένα Φιατάκι για να πηγαινοέρχεται στο Κερατσίνι, που μένει η μάνα της. Αρκεί η Ελένη να επιστρέψει. «Αυτό όμως, δεν το ξέρει(ω) ακόμα!», μονολογεί. Είναι η φράση που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, στο τομίδιο.(Αυτό όμως δεν το ξέρω ακόμα).
- Η Κατερινιώ, πρώην κομμώτρια, είναι άστεγη, μόνη και « ζει» απέναντι από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Βιώνει τη βία των δρόμων. «Όχι, δεν τις θέλω τις φωτογραφίες. Δεν είναι δικές μου. Έτσι τις είχα μαζέψει για να ξεγελώ τον κόσμο ότι έχω οικογένεια να με περιμένει». Το θέατρο και ο ρόλος, ακόμη και χωρίς κοινό. (Της Κατερινιώς…).
- Είναι ανήμπορο και αθώο το αγόρι με την «ελαφρά νοητική υστέρηση», που ζει κάπου στην Κρήτη. Βιαιοπραγούν όλοι στο σώμα του και την ψυχή του: οι πανούργοι θρασύδειλοι συγγενείς, οι καλοπληρωμένοι δικηγόροι, οι ξεδιάντροποι συγκρατούμενοι, η σεβαστή δικαιοσύνη. Μόνο η μάνα του, φτωχή γυναικούλα και μόνη, τον κρατάει από το χέρι και δεν τον μαλώνει ποτέ.(Ο ανεμόμυλος).
- Ο Κύριλλος, το αγόρι του παραμυθιού για μεγάλους, με τα σκληρά φουντωτά μαλλιά, άγρια σαν αχινού, έχει ενοχές, χωρίς λόγο. Αίτημά του η αγάπη. Δεν την βρίσκει. Το κείμενο τελειώνει σαν παραμύθι. (Μαλλιά κουβάρια).
Η Δερμιτζάκη έγραψε ένα βιβλίο συγκινητικό, αληθινό. Εμείς, διαβάζοντάς το, ακούμε μαρτυρίες και μαντεύουμε αισθήματα.
Μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να διαβάσω αυτό το βιβλίο!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!