Η μορφή της Πηνελόπης
Το λογοτεχνικό έργο, ως κείμενο, παραμένει, φυσικά, πάντα το ίδιο. Η πρόσληψή του, όμως, η ανάγνωση και η κατανόησή του είναι διαδικασίες κάθε άλλο παρά στατικές, με στοιχεία καινοφανή, γοητευτικά και απροσδόκητα.
Με τη ματιά της Εύης Ζερβού Καλλιακούδη
Ας σκεφτούμε πώς «διαβάζουν» οι σκηνοθέτες το ίδιο θεατρικό κείμενο. Οι τρόποι είναι πολλοί, οι οπτικές διαφορετικές και το αποτέλεσμα της δουλειάς τους, όπως αποτυπώνεται στις παραστάσεις, πολύμορφο.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους ποιητές. Πώς «διαβάζει», άραγε, το ίδιο κείμενο, π.χ. την ομηρική Οδύσσεια, κάθε φορά ένας μεταγενέστερος ποιητής; Πώς διαλέγεται με τον αρχαίο μύθο; Γιατί τον επιλέγει; Πώς τον μεταπλάθει; Ποιες λεπτομέρειές του υιοθετεί ή, αντίθετα, ποιες εικόνες του ανατρέπει στο δικό του ποίημα; Και γιατί, άραγε, μετασχηματίζει τους γνωστούς μυθικούς ήρωες;
Πολλά τα ερωτήματα. Και πώς να απαντηθούν; Τα ποιητικά παραδείγματα που επιλέγονται στις επόμενες γραμμές, ίσως, δείξουν ότι οι μεταμορφώσεις του μύθου πραγματώνονται α) ανάλογα με το εκάστοτε χωροχρονικό στίγμα (πότε; πού;) και β) σε σχέση με την ιδιαίτερη προσωπική εμπειρία του δημιουργού.
Ο νεωτερικός ποιητής συνθέτει έναν καινούργιο ποιητικό καμβά, ενσωματώνοντας και στοιχεία τού αρχαίου μύθου. Ανάλογα με την οπτική του, ο μύθος επεκτείνεται, ψηφίδες του συμπληρώνονται, η θεματική εκσυγχρονίζεται, το πλαίσιο διασκευάζεται, ακόμη και ανατρέπεται. Ωστόσο ο μύθος, όσο αλλοιωμένος κι αν είναι στο καινούργιο ποίημα, εξακολουθεί να είναι αναγνωρίσιμος από εμάς τους αναγνώστες. Ο ποιητής μάς δείχνει το μονοπάτι που θα ακολουθήσουμε. Κι εμείς, αναγνώστες που προφέρουμε χαμηλόφωνα το στίχο Καλό προσωπείο, σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος (Γ. Ρίτσου, Μονόχορδα), καταφέρνουμε να ανασύρουμε τα θραύσματά του. Ο αρχαίος μύθος, πράγματι, αξιοποιείται ποικιλότροπα στην ποίηση του Γ. Ρίτσου (1909 -1990). Αρκεί να θυμηθούμε τα μεστά και ολιγόστιχα ποιήματα στις Μαρτυρίες Α΄ (1963) και Β΄ (1966) και τους εκτενείς, ποιητικούς, γυναικείους και ανδρικούς, μονολόγους, των μοναχικών και ανυπεράσπιστων ηρώων και ηρωίδων του στην Τέταρτη Διάσταση (1972).
Το 1968 είναι μια σημαδιακή χρονιά, φορτισμένη ιδεολογικά για όλη την Ευρώπη και επώδυνη για τους αγνούς οραματιστές της αριστεράς, λόγω της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία. Οι ιδέες δοκιμάζονται. Οι άνθρωποι κλονίζονται. Στην Ελλάδα, δεν κινείται τίποτα. Δικτατορία. Ο ποιητής βρίσκεται εξόριστος στη Λέρο. Εδώ, ο Γ. Ρίτσος, στις 21 Σεπτεμβρίου, γράφει το ποίημα Η Απόγνωση της Πηνελόπης.
Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, — όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. …
Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα …
Στη γωνιά, ο αργαλειός της …
κι όσα πουλιά είχε υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γύρισαν στο σταχτί και μαύρο …
(Γ. Ρίτσου, Η Απόγνωση της Πηνελόπης).
Ο ποιητής μεταλλάσσει και, στην ουσία, αντιστρέφει τον ομηρικό μύθο. Απομονώνει τη στιγμή της αναγνώρισης, για να χωρέσουν, μέσα σε δεκαπέντε συνολικά στίχους, τα αισθήματα της Πηνελόπης. Δεν υπάρχει η Ευρύκλεια. Οι πρωταγωνιστές είναι μόνοι. Ο ποιητής εστιάζει στα συναισθήματα διάψευσης. Η Πηνελόπη νιώθει ματαιωμένη και απελπισμένη. Πώς ξέφτισαν τόσα όνειρα, τόσες προσδοκίες; Φαίνεται τόσο άσκοπη, σχεδόν ανώφελη, η μακροχρόνια αναμονή. Αυτόν περίμενε τόσα χρόνια; Ο Οδυσσέας της είναι γέρος, εξαθλιωμένος και ρυπαρός από το αίμα της μνηστηροφονίας. Απέχει πολύ από τον πανέμορφο, σχεδόν εκθαμβωτικό και σίγουρα ερωτεύσιμο ομηρικό Οδυσσέα, που λάμπει από ομορφιά, με την παρέμβαση, βέβαια, της θεάς-αρωγού.
Κι απ’ το κεφάλι του ‘χυνε μια ομορφιά η Παλλάδα …
Κι όμοιος μ’ αθάνατο θεό απ’ το λουτρό όξω βγήκε. (Ομήρου Οδύσσεια, ψ 160, 167, μτφρ. Ζ. Σίδερη)
Στην Οδύσσεια συναντάμε χαριτωμένα τεχνάσματα που επιβραδύνουν την τρυφερή στιγμή της αναγνώρισης και του εναγκαλισμού, επιβραβεύοντας τη σύνεση, την πίστη και τη φρόνιμη αναμονή. Υπάρχει ένα θριαμβευτικό κλίμα ενθουσιασμού.
Αντίθετα, στους στίχους του Ρίτσου η ατμόσφαιρα είναι ζοφερή. Ο αργαλειός, συνδετικό στοιχείο με τον ομηρικό μύθο, χρησιμοποιείται για να αποκαλύψει δύσκολα συναισθήματα. Τα χρώματα στο υφαντό έγιναν γκριζόμαυρα, αποτυπώνοντας τα γκρεμισμένα όνειρα. Τι άλλο μπορεί να κάνει πια η Πηνελόπη, παρά να συνεχίσει το δρόμο της με σιωπηλή και ψυχρή «καρτερία»;
Το αρχαιόθεμο ποίημα του Γ. Ρίτσου φαίνεται ότι χρησιμοποιεί τον αρχαίο μύθο ως «καλό προσωπείο». Σαν να θέλει ο ποιητής να καθρεφτίσει στο πρόσωπο της Πηνελόπης ποικίλες διαψεύσεις, πολλές πικρίες μιας ολόκληρης ζωής, της ζωής μας.
Μιαν άλλη Πηνελόπη, θελκτική, δροσερή, σχεδόν σύγχρονη, καθημερινή και απλή, ξεπροβάλλει από τους στίχους της σημαντικής ποιήτριάς μας, Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ (1939-2020). Η ενσυναίσθηση δίνει φωνή στην ηρωίδα της. Η ποιήτρια και μαζί της κι εμείς, ακούμε τη φωνή της Πηνελόπης, που δεν περιμένει τον Οδυσσέα. Σε μια ποίηση επικεντρωμένη στη γυναικεία πλευρά, η ηρωίδα δεν θα μπορούσε παρά να έχει έντονα αισθήματα, δυνατή φωνή και προσωπική δράση. Η Πηνελόπη είναι η πρωταγωνίστρια της ζωής της. Η έλλειψη της συντροφιάς και της συνύπαρξης, την οδηγεί στην ανακάλυψη της δικής της δημιουργικότητας. Έχει ταλέντα, εμπνέεται και δημιουργεί. Συνθέτει η ίδια, στο παλάτι, μια τοιχογραφία ή ίσως ένα υφαντό με θέμα τον έρωτα. Η γυναικεία φωνή και τα εσώτατα αισθήματα βρίσκουν διέξοδο στην τέχνη. Άλλωστε η Πηνελόπη ξέρει ότι είναι
αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος. … Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός και του ’κλεισε την πόρτα. (Κ. Αγγελάκη Ρουκ, Η άλλη Πηνελόπη, Ωραία έρημος η σάρκα, 1995
Η ποιήτρια είναι σαν να αγκαλιάζει στοργικά και με περισσή φροντίδα τη δική της Πηνελόπη. Της χαρίζει κίνηση, χρώματα, μια μορφή ανεξαρτησίας και τη δυνατότητα να λέει όχι.
Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα.
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο …
Είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης
την προσωπογραφία του έρωτα … (Κ. Αγγελάκη Ρουκ, H άλλη Πηνελόπη).
Σε άλλους στίχους απολύτως βιωματικούς, που έγραψε παλιότερα, στα νιάτα της, η Κ. Αγγελάκη Ρουκ καθρεφτίζεται στην ομηρική ηρωίδα. Δανείζει στην Πηνελόπη τα δικά της χαρακτηριστικά. Της παραχωρεί την ποιητική τέχνη. Η φωνή τής ποιήτριας και η φωνή τής ηρωίδας συγχωνεύονται, γι΄αυτό και η γραφή είναι πρωτοπρόσωπη. Δεν ενσαρκώνεται πια το ιδανικό της πιστής αφοσιωμένης συζύγου. Aντί για υφάδι του αργαλειού, η μορφή κρατάει μολύβι, αντί για νήμα, χρησιμοποιεί λέξεις. Οι κλωστές του αργαλειού δεν δεσμεύουν. Αντίθετα διαρρηγνύουν, παρόλο που υπάρχει η νοσταλγία για τον αγαπημένο.
Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω από το βάρος της λέξης. …
Κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ … (Κ. Αγγελάκη Ρουκ, Λέει η Πηνελόπη, Σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης) .
Ακούω τη φωνή της ποιήτριας. «Tο υπέδαφος του ποιήματος είναι μια πληγή, ένα βάσανο», έλεγε. Και όλη της τη ζωή, η Κ. Αγγελάκη Ρουκ πάλευε με τις λέξεις για να αποκαλύψει την οντότητα της γυναίκας, που ψάχνει την αυτογνωσία.
Η ποιήτρια συχνά γράφει για την Πηνελόπη, τη δική της Πηνελόπη, που μπαινοβγαίνει στους στίχους μεταμορφωμένη σε μια σύγχρονη γυναίκα, οξυδερκή, ίσως αντιφατική, και, σίγουρα, έτοιμη για τις πολυεπίπεδες εκπλήξεις της ζωής. Η Πηνελόπη της ομηρικής παράδοσης δεν υπάρχει πια. Τα χαρακτηριστικά της αναδημιουργούνται. Τι περιμένει; Σίγουρα δεν περιμένει τον Οδυσσέα. Η αναμονή έχει σχέση με την ίδια. Θέλει να συναντήσει τον εαυτό της. Να γνωρίσει τις κρυμμένες του στιβάδες, να κατανοήσει «την ουσία του εαυτού», μακριά από τους μνηστήρες, χωρίς αυτούς, και ερήμην τους. Οι μνηστήρες, εντελώς απομονωμένοι στον μικρόκοσμό τους, συνεχίζουν, μάταια, να σχεδιάζουν τη χειραγώγησή της!
… Μέσ’ απ’ τη γρίλια
κομμένοι φέτες συνεδριάζουν
οι μνηστήρες της σιωπής μου
οργανώνουν τη ζωή μου
σαν βεγγέρα … Περιμένοντας φτάνω στην ουσία
του εαυτού μου.
Πώς να περιγράψω το κουκούτσι
όταν πια δεν περιβάλλεται,
είναι γυμνό και δε φοβάται … (Κ. Αγγελάκη Ρουκ, Οι Μνηστήρες)
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ πέθανε, όπως ξέρουμε, στις αρχές της χρονιάς. Η μορφή της, όμως, προβάλλει μέσα από το ποιητικό της έργο και μας συντροφεύει.
Ο Γιάννης Ρίτσος, η Κ. Αγγελάκη Ρουκ … φέρνουν μορφές και φωνές από τα βάθη των αιώνων. Μας στέλνουν αρχαίους ήρωες και ηρωίδες να μας κρατήσουν συντροφιά. Νιώθω ότι οι ποιητές και οι ποιήτριες, αλλά κι εμείς μαζί τους, καθρεφτιζόμαστε στην αρχαιότητα για να ανακαλύψουμε το πρόσωπό μας, για να αναγνωρίσουμε την εποχή μας μέσα από ένα μεγεθυντικό καθρέφτη.
Εύη Ζερβού Καλλιακούδη
Ο πίνακας ζωγραφικής με τίτλο Πηνελόπη (1980) είναι του Αμερικανού ζωγράφου David Ligare (γενν. 1945)
Συμφωνώ απόλυτα. Πράγματι, χρησιμοποιούμε ως αναγνώστες τους μύθους σαν καθρέφτη για να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!