Γυναικεία ποιητική γραφή;
Αφήνω στην άκρη τη φιλολογική εξάρτυση, που αυτή τη στιγμή νιώθω πως με βαραίνει, για να μιλήσω με την ιδιότητα της αναγνώστριας. Τις μέρες του εγκλεισμού, ξαναγύρισα πίσω, σε μνήμες παιδικές και σε πολύ παλιές ποιητικές αναγνώσεις. Γι΄ αυτές τις αναγνώσεις της εφηβείας θέλω να γράψω άμεσα και βιωματικά, παραβλέποντας κατατάξεις, επιδράσεις, χρονολόγια, μορφή, περιεχόμενο, όλα αυτά, που στα χρόνια της εφηβείας μάς αφήνουν παγερά αδιάφορους. Σε εκείνη την ηλικία δεν προσέχαμε ούτε το όνομα του ποιητή!
Με τη ματιά της Εύης Ζερβού Καλλιακούδη
Μας αρκούσε να ρουφάμε τους στίχους και να αισθανόμαστε. Και μας άρεσε που οι στίχοι δεν υπήρχαν στα σχολικά εγχειρίδια εκείνων των χρόνων. Αυτές τις μέρες, οι συγκυρίες κινητοποίησαν τη μνήμη και άρχισα να θυμάμαι τους στίχους που διάβαζα τότε. Χανόμουν παρέα με τα βιβλία μου. Εφηβικά διαβάσματα που έδιναν τροφή στη διψασμένη, ταραγμένη και αμήχανη εφηβεία. Εικόνες υγρές, μετωνυμίες λέξεων και πολλή θλίψη στους στίχους. Κάπου ανάμεσά τους φώλιαζαν και τα δικά μου αισθήματα, μεγεθυμένα με τις υπερβολές τής εφηβείας.
« Στον ουρανό ακροβατεί μεγάλη σκοτεινιά.
Κι έτσι καθώς με πήρε το παράθυρο αγκαλιά,
με το ένα χέρι
στο δωμάτιο μέσα σέρνω
του δρόμου την απίστευτη ερημιά,
με το άλλο παίρνω
μια χούφτα συννεφιά
και στην ψυχή μου σπέρνω». (Μελαγχολία, Έρεβος)
Κι ο έρωτας, πεδίο ανεξερεύνητο τότε ακόμη, μάς απασχολούσε τόσο πολύ σε εκείνη την ηλικία. Κι όμως, έμοιαζε μετέωρος και αμφίβολος. Στους στίχους ακουμπούσαμε την ανασφάλειά μας και συναντούσαμε μια εμπιστοσύνη, τρεμάμενη και κλονισμένη. Επαναλαμβάναμε τα πρωτοπρόσωπα ρήματα και διεκδικούσαμε ρόλο πρωταγωνιστικό στην τέχνη και τη ζωή, καθώς πλάθαμε χαρακτήρες και σκηνοθετούσαμε συναντήσεις, προσαρμόζοντας το νόημα των στίχων στα δικά μας νοερά ταξίδια.
«Φεύγω.
Για πού δεν θα σου πω.
Έτσι θα καμωθώ
πως κάποιο μυστικό έχω από σένα». (Αναζήτησις, Έρεβος)
Ακόμη και όταν
«ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν» άρχιζε να μας χαμογελάει, ξαφνικά, απότομα και αναίτια γινόταν «γένους ανυπεράσπιστου. … οι ανυπεράσπιστοι έρωτες». (Ο πληθυντικός αριθμός, Το λίγο του κόσμου) Και τότε περιοριζόμαστε πάλι στον περίκλειστο κόσμο μας, με πολλά ερωτηματικά για τον έρωτα, την παραμυθητική του δύναμη και τη διάρκειά του.
Βουλιάζαμε ανάμεσα σε εικόνες. Η βροχή μάς αποκάλυπτε πολλές εκδοχές της λύπης και της απίστευτης μοναξιάς.
«Βρέχει …
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή». (Μια μετέωρη κυρία, Επί τα ίχνη)
Η βροχή κάλυπτε τα δάκρυά μας, φανταστικά ή πραγματικά. Κι εμείς το χαιρόμαστε, καθώς νιώθαμε μια ποιητική διάσταση να αγγίζει τη νιότη μας.
«‘Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης; » (Το διαζευκτικό ή, Το λίγο του κόσμου)
Μου διέφευγε το όνομα του δημιουργού -ποιητή. Δεν το είχα προσέξει; Δεν το είχα συγκρατήσει; Δεν ήταν τότε της μόδας; Όλα αυτά μαζί. Το σίγουρο είναι ότι δεν ήξερα τίποτα ούτε για τη ζωή, ούτε για το στίγμα του. Ήξερα μόνο πόσο ειλικρινής και μελαγχολική ήταν η ποιητική καταγραφή.
Διάβαζα, και είχα την αίσθηση ότι βυθίζομαι σε έναν εσώτατο, καινούργιο και, σχεδόν, σπαρακτικό κόσμο. Ο ποιητικός λόγος ξεκινούσε από στιγμές τυχαίες, από πράγματα καθημερινά για να καταλήξει στην απουσία, που κουβαλάει «ένα κενό τρομερό». Μικρές λεπτομέρειες και απλά βιώματα, γίνονταν αφορμή για να χαρτογραφηθεί η βαθύτερη στιβάδα του εγώ μας με τα ανεκπλήρωτα αιτήματα. Δεν υπήρχαν βεβαιότητες. Μόνο ματαιωμένες προσδοκίες.
Ένιωθα ότι έμπαινα, χωρίς πυξίδα, σε «ένα σκοτεινό δάσος», που απολάμβανα και, ταυτόχρονα, φοβόμουνα. Ανάμεσα στους στίχους προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τις λέξεις ακόμη και τις σιωπές.
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα ίδια ποιήματα, με την ίδια πάντα λαχτάρα. Με ξάφνιαζαν οι μυστήριοι τίτλοι τους. Φάνταζαν σαν ένα διαρκές αίνιγμα. Γιατί «μαύρη γραβάτα»; Γιατί «εν πτωχεύσει»; Γιατί «αποσιωπητικές εικόνες»;
« Πότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω.….
Γράψε πως κλαίω για το παράθυρό σου,
Κλειστό κι ακαλημέριστο και μελαγχολικό εκ γενετής του». (Μαύρη γραβάτα, Το λίγο του κόσμου)
Σε χρόνους που μας συνέπαιρνε το φεμινιστικό κίνημα με τις ιδέες του,- ήταν έντονο τότε,- καταλάβαινα, μέσα από τον ποιητικό λόγο, πόσο δύσκολη, σχεδόν ανέφικτη, ήταν η βιωμένη ισότητα στην καθημερινή πρακτική:
«… δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο. … Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη». (Σημείο αναγνωρίσεως, Από το λίγο του κόσμου)
Οι στίχοι που διάβαζα έμοιαζαν με τιθασευμένο και, ταυτόχρονα, ασυγκράτητο χείμαρρο αισθημάτων, όπου κυριαρχούσε η γυναικεία φωνή. Στους στίχους αυτούς έβρισκα -και βρίσκω ακόμη- στοιχεία βίωσης του γυναικείου σύμπαντος.
«Απόψε
Έντρομη
Στο παράθυρο
Τινάχτηκε η παραφορά μου
Φωνάζοντας:
Βοήθεια, βοήθεια, με πνίγουν!» ( Υστερία, Ερήμην)
Είχα από τότε έντονα την αίσθηση ότι μόνο γυναίκα ποιήτρια μπορεί να γράφει για τόσες απώλειες, για συνεχείς ματαιώσεις, για διαψεύσεις αμετάκλητες, για ένα παράξενο ξόδεμα της ζωής. Και κάποτε, σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση, προσέχω το επίθετο «λυπημένη». Ήμουν πια σίγουρη. Τα ποιήματα που διάβαζα τα είχε γράψει ποιήτρια! Το είχα, βέβαια, ψυχανεμιστεί. Και έτσι πρόσεξα πια το όνομά της. Το συγκράτησα και δεν το ξέχασα ποτέ πια.
«Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη». (Πέρασα, Το λίγο του κόσμου)
Αργότερα έμαθα ότι τη δεκαετία του ’70 άρχισε να υιοθετείται εμφαντικά στη γαλλική Λογοτεχνία ο όρος «γυναικεία γραφή». Δεν ξέρω, ακόμη και σήμερα, πόσο ξεκάθαρα είναι τα χαρακτηριστικά της. Διστάζω να δεχτώ ότι έχει ουσιαστικό νόημα ο διαχωρισμός σε ανδρική και γυναικεία λογοτεχνία, καθώς εκτός από το φύλο, μεγάλη σημασία για τον κάθε δημιουργό έχουν οι ιδέες, οι σχέσεις, οι στάσεις, οι κοινωνικές συνθήκες, η κουλτούρα του.
Ωστόσο, παρόλο που τελικά το φύλο είναι μια πολλαπλότητα και δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με το γένος, εγώ νιώθω ότι από τις λέξεις της ποιητικής γραφής, που διάβαζα στην εφηβεία και διαβάζω ακόμη, αναδύεται η γυναικεία μορφή, που καταθέτει το προσωπικό της βίωμα με μια ευαίσθητη φωνή, διαφορετική από την κυρίαρχη.
Στο μεταξύ η ποιήτρια έγινε πολύ γνωστή. Η ποίησή της διαβάστηκε και αγαπήθηκε. Μπήκε και στα σχολικά βιβλία. Θα έλεγα ότι και η ίδια, λιτή, ευφυής, με λόγο ουσιαστικό, με ένα στοχαστικό ελαφρότατο μειδίαμα, μπήκε με έναν τρόπο στις ζωές μας, καθώς ακούγαμε τη χαρακτηριστική λίγο βραχνή και βαθιά φωνή της να απαγγέλλει. Τα ποιήματά της μιλούσαν για γειτονιές, για δωμάτια, για φωτογραφίες, για τα παραμύθια που της έλειψαν, για απώλειες, για το χρόνο, για τη φθορά, για το θάνατο.
Παρακολουθούσα πάντα τις καινούργιες ποιητικές της συλλογές, τις συνεντεύξεις, όσα ποιήματά της αποδόθηκαν εικαστικά. Έβλεπα ακόμη και τις απόπειρες να παρουσιαστούν ως δρώμενα οι ποιητικές της σελίδες.
Στη μνήμη μου, έχει μείνει, ήμουν ηλικιακά ώριμη πια, μια de profundis συνέντευξή της στην ψυχολόγο Αμίνα Μοσκώφ. Την αναζήτησα. Μεταφέρω ένα απόσπασμα. «Ένας από τους λόγους που ήθελα να φύγω από εκεί μέσα (το πατρικό σπίτι) ήταν να γλιτώσω και από αυτή τη δεσποτεία, διότι πολύ λίγο λόγο είχε ο πατέρας μου εκεί μέσα. Νομίζω ότι εκείνοι (δύο κέρβεροι θείοι) αποφάσιζαν για την τύχη μου. … Μετά μείναμε όλοι μαζί με την πεθερά μου επί εικοσιπέντε χρόνια, όπου εγώ βέβαια παρέμεινα στο ρόλο της μαθήτριας. Η πεθερά μου ήταν η καθηγήτριά μου, όταν ήμουν μαθήτρια, αλλά και τίποτα δεν άλλαξε όταν παντρεύτηκα. Έπρεπε να κάνω ό,τι μου έλεγαν, και εγώ το έκανα. … Δεν είναι φοβερό πώς συνεχίστηκε η ίδια κατάσταση;»
Να εκβάλλουν, άραγε, όλα αυτά τα βιώματα στην ποίησή της; Να είναι αυτές οι καθημερινές λεπτομέρειες ζωής, που η ποιήτρια μετατρέπει σε εσώτατη σημαντική συναισθηματική φωνή, τις περισσότερες φορές, χαμηλόφωνη έως και άηχη; Παντού η απουσία. Ακόμη και η δικιά της.
Έγραψα αυτές τις γραμμές, ως οφειλή, στην άγνωστή μου ποιήτρια της εφηβείας μου, που συντρόφεψε τα αναστατωμένα χρόνια. Οι στίχοι της, εκτός από την αισθητική απόλαυση που μου πρόσφεραν, με έμαθαν να αναγνωρίζω και να ονομάζω τα συναισθήματά μου. Μου έδειξαν ακόμη ότι κάποια αισθήματα βρίσκονται σε συνεχή εκκρεμότητα. Ένας «δείκτης» αισθημάτων ήταν η ποίησή της για μένα. Οι ποιητικές της συλλογές με τους απρόσμενους τίτλους έγιναν σπουδή ζωής. Στο καλό, Κική Δημουλά.
Εύη μου, με άγγιξε τόσο πολύ ο τόνος και ο τρόπος απότισης τιμής σε αυτή την παρουσίαση! Και, περισσότερο, γιατί αυξάνει τη φωνή της ελάχιστης ευγνωμοσύνης μας για τη γυναικεία παρουσία της ποιήτριας στη δική μας ζωή με την ντροπαλή της παραδοχή : «σε όλους συμβαίνει». Αυτή τόλμησε και γύρισε το μέσα έξω. Δεν προσποιήθηκε, ομολόγησε τις πληγές, τη χειραγώγηση. Κέρδισε την εμπιστοσύνη μας. Σε ευχαριστούμε!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεν ξέρω, Εύη μου, ποιο είναι καλύτερο οι στίχοι της Κικής Δημουλά ή το άρθρο το δικό σου,που περιγράφει θαυμάσια την επίδρασή της στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς σου.Σε ευχαριστώ για τις ωραίες στιγμές που μου χάρισες με την ανάγνωση και των δυο σας.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!