Οι κόρες της Καλυψώς ΙΙ
της Αλεξάνδρας Ζερβού
Όταν ο πόλεμος τελείωσε,
βάλαμε τα βαριά μυρωδικά μας
να σκεπαστεί η ανάσα του αντισηπτικού
κι οι κλίνες μας να ξαναγίνουν ερωτικές.
Τώρα μάς επισκέπτονταν μόνο θεοί.
Τόσους θνητούς είχαμε περιθάλψει.
Καμιά φορά, από ηχηρά νεκρώσιμα
πληροφορούμασταν το θάνατό τους.
Σπάνια, λαβαίναμε κι ευχαριστήριες κάρτες.
Τις βάζαμε σε κοχυλένια πλαίσια
και τις κρεμούσαμε με προσοχή στον τοίχο:
Να φαίνεται κι η ιστορία του νησιού.
Να διαφωτίσουμε ιστορικούς κι αρχαιολόγους.
Μια μέρα, ο Ερμής μάς έφερε ένα φάκελο
με γράψιμο παλιομοδίτικο και μυρωμένο.
Μια γερασμένη δέσποινα περιέγραφε
πώς φαντασιωνόταν το νησί μας,
πώς μας θυμότανε στη βραδινή της προσευχή
-στο μεταξύ είχαν αλλάξει κι οι θρησκείες-.
Μας χαιρετούσε με πολλή συγκίνηση.
Είχαμε, λέει, σώσει τον παππού της
που έλεγε αλήθειες φορτωμένες ψέματα
και ψέματα που σαν αλήθειες μοιάζαν
κι έτσι αναδείχτηκε παραμυθάς ολκής.
Τα παραμύθια τής τα κληροδότησε
κι έτσι έζησε καλά και τιμημένα.
Ήθελε να το ξέρουμε και μας ευχαριστούσε
και δεν λυπόταν, αν δεν ήμασταν πραγματικές.
Δεν απαντήσαμε στο γράμμα. Τι να πούμε;
Φαινότανε μεγάλη και σοφή.
Γι΄αυτό δεν θα περίμενε απάντηση.
Ο πίνακας «Η κυρία που διαβάζει γράμμα» είναι του ζωγράφου Σαββίδη Συμεών (1859-1927)
Εξαιρετικό σαν τη σιωπή , όταν προέρχεται από την κατανόηση. Είμαι πολύ χαρούμενη που το έχω στη διάθεσή μου. Να το διαβάζω, να αναπολώ ιστορίες γυναικών που νοιάστηκαν και κατάλαβαν. Σε ευχαριστώ
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Εγώ σ΄ευχαριστώ, αγαπημένο μου Σταυρουλάκι!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!