Όλγα, Bernhard Schlink

Όλγα, Bernhard Schlink, Κριτική, 2018

Η ιστορία μέσα από την προσωπική ζωή μιας γυναίκας                                            

Διαβάζουμε το μυθιστόρημα Όλγα του σύγχρονου Γερμανού συγγραφέα B. Schlink (1944-), επίγονου σπουδαίων Γερμανών λογοτεχνών της γενιάς του πολέμου (του G. Grass, της A. Seghers, του H. Fallada), που μιλούν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας,  για το «εθνικό τραύμα του ναζισμού».

Με τη ματιά της Εύης  Ζερβού Καλλιακούδη

 Ο B.  Schlink, στο πρόσφατα γραμμένο μυθιστόρημά του Όλγα, κατορθώνει να συμπυκνώσει έναν αιώνα  Ιστορίας από το 1871 μέχρι τη δεκαετία του 1970. Μαζί με τη  ζωή αυτής της μακρόβιας και ξεχωριστής ηρωίδας του,  ο συγγραφέας  θα αποκαλύψει στον αναγνώστη  ιστορικά γεγονότα που υπερβαίνουν τα όρια της χώρας του   και μάλιστα θα αναδείξει πτυχές που έχουν (σκόπιμα;) παραμεληθεί από τη λεγόμενη «δημόσια  ιστορία».

Ο συγγραφέας είχε παλαιότερα διαλέξει ακόμη μια γυναικεία μορφή, την αναλφάβητη Χάννα, ένα  γρανάζι του ναζιστικού μηχανισμού, στο ευπώλητο μυθιστόρημα Διαβάζοντας στη Χάννα (Κριτική, 2016).  Μέσα από την απρόσμενα ερωτική σχέση με τον πολύ νεαρότερο αυτοπροσωπογραφικό του ήρωα-αφηγητή , ο Schlink  είχε ασχοληθεί με  την έννοια του «τραύματος» των Γερμανών,  που μεταφέρεται στις επόμενες γενιές, στα παιδιά και τα εγγόνια  των «θυτών».

Στο τελευταίο του βιβλίο Όλγα, παρακολουθούμε  την ιστορία της ηρωίδας από το πρώτο  έτος της ζωής της μέχρι τον αινιγματικό  θάνατό της. Η ατομική της ιστορία  είναι δεμένη με την ιστορία του τόπου της. Ο αναγνώστης θα αιφνιδιαστεί, καθώς στις τελευταίες σελίδες, ένα εύρημα του συγγραφέα, τον οδηγεί   σε μια αναπάντεχη ανακάλυψη: η ίδια η ηρωίδα, σε καιρούς ευημερίας και ηρεμίας (φαινομενικής;) επιλέγει,  στα γεράματά της,  με μια συμβολική «ανατρεπτική» πράξη, τον τρόπο του θανάτου της. Ο θεληματικός θάνατός της υπενθυμίζει  ότι «η ζωή (της)  και η παράτολμη πράξη της συμφωνούν, όπως συνυπάρχουν η μελωδία και η αντίστιξη» (σελ.292).                                                                                                                                     Εκείνη,  η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Όλγα, είναι μια γυναίκα  με ανοιχτούς ορίζοντες, με ανθρωπισμό, με εσωτερικευμένη την έννοια της ελευθερίας. Εκείνος, ο Χέρμπερτ, συνομήλικος και φίλος από την παιδική ηλικία,  είναι επιφυλακτικός και μονοδιάστατος, απότομος και αμήχανος, περίκλειστος στον κόσμο του, παρά τα μακρινά ταξίδια του.

Εκείνη, μικρό  κοριτσάκι ορφανό και φτωχό, έμαθε να διαβάζει μόνο  του, πριν ακόμη πάει σχολείο. Ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα βρίσκει τη δύναμη να πείσει τον αδιάφορο  δάσκαλο να της δανείζει βιβλία από τη βιβλιοθήκη του και τον οργανίστα της εκκλησίας να την αφήνει να εξασκείται στη μουσική. Η Όλγα είναι ένα  σπουδαίο κορίτσι, έξυπνο και  δυναμικό.                                                                                                                                    Από τις πρώτες γραμμές,  καταλαβαίνουμε ως αναγνώστες ότι θα ζήσει  ανεξάρτητα και θα σχεδιάσει τη ζωή της αυτόνομα. Όταν ήρθε ο καιρός να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις,  «βρήκε ένα μοναχικό σημείο στις παρυφές του δάσους για να καταφεύγει με τα βιβλία της». Έγινε δασκάλα.                                                                                                                      Πώς περνούσε τις μέρες της στα μικρά απομονωμένα γερμανικά χωριουδάκια, που υπηρετούσε; Διόρθωνε τα γραπτά των μαθητών της, διάβαζε εφημερίδες, έκανε περιπάτους, φρόντιζε τα λουλούδια της, οργάνωνε τη χορωδία του χωριού, έπαιζε όργανο τις Κυριακές, παρακολουθούσε κονσέρτα και θέατρο, στις κοντινές μεγάλες πόλεις,  συνεργαζόταν με τη συνομοσπονδία δασκάλων. Καλλιέργησε ειλικρινείς  φιλίες. Ο μικρός Άικ, ένα έξυπνο αγόρι  που το είχε στην καρδιά της,  απορροφούσε για μεγάλο διάστημα ζωτικό κομμάτι του χρόνου της.  Ο αναγνώστης θα κατανοήσει σε επόμενες σελίδες του μυθιστορήματος  την αιτία της βαθιάς συναισθηματικής σχέσης τους.

Κοντά στην Όλγα υπάρχει, όσο υπάρχει και όταν εμφανίζεται,  ο Χέρμπερτ, με το μεγαλεπήβολο όνομα, ίδιο με το όνομα του Χέρμπερτ Μπίσμαρκ, ικανού πολεμιστή και γιου του πρώτου καγκελάριου της Γερμανίας.  Είναι  εύπορος και ευνοημένος κοινωνικοοικονομικά. Από παιδιά είναι μαζί.  Στον Χέρμπερτ  άρεσαν τα όπλα, ο υπεράνθρωπος του Νίτσε, οι μεγάλες ιδέες  και  το τρέξιμο. Πάντα έφευγε από τους τόπους, από τις δυσκολίες, από τους ανθρώπους,  από τη ζωή.  Όταν ήταν μικρός,  παράβγαινε με το τρένο  τρέχοντας δίπλα στις ράγες. Με δυσκολία πήρε το απολυτήριο. Όταν μεγάλωσε,  άρχισε να ταξιδεύει. Έφυγε εθελοντικά για την Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική.                                                                                                                                                  Η  Όλγα, αντίθετη στην αποικιοκρατική πολιτική,  αναρωτιόταν «τι κακό του είχαν κάνει οι Χερέρο»( σ. 52) και «αρνιόταν να φανταστεί ότι ο Χέρμπερτ συμμετείχε σε αναπόφευκτες θηριωδίες» (σελ.56). Πράγματι η  πρώτη γενοκτονία του 20ου αι. ήταν οι θηριωδίες των Γερμανών εναντίον των Χερέρο της Αφρικής (1904), γεγονός που έχει σκεπαστεί από τη λήθη.

Πυξίδα του Χέρμπερτ αποτελούν οι μεγάλες ιδέες και η  ανωτερότητα του γερμανικού έθνους. Ταξίδεψε πολύ και, σχεδόν απροετοίμαστος,  ξεκίνησε  να κατακτήσει τον Βόρειο Πόλο. Πίστευε, όπως ο καγκελάριος Μπίσμαρκ, « ότι οι Γερμανοί μόνο τον Θεό φοβούνται και τίποτα άλλο επί της γης» (σελ.77).

Η Όλγα, αντίθετα,  εκτιμούσε ότι ο Μπίσμπαρκ, αρχιτέκτονας της γερμανικής ενοποίησης,  επιδρούσε με αρνητικό τρόπο  στα πολιτικά τεκταινόμενα του γερμανικού ράιχ  για πολλά χρόνια, ακόμη και μετά το θάνατό του. Ως δασκάλα μάθαινε στους μαθητές της την έννοια της ανεκτικότητας και της επιείκειας.                                                    Κι όμως, αν και είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους η Όλγα και ο Χέρμπερτ,  με έναν τρόπο ενώνονται. Τι ένωσε αυτούς τους τόσο διαφορετικούς ανθρώπους; Πώς ήρθαν τόσο κοντά δυο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι; «Το γεγονός ότι έγιναν τόσο γρήγορα φίλοι αποδείκνυε το πόσο μόνοι ήταν, παρόλο που δεν το ήξεραν» (σελ. 23). Πώς, όμως,  η Όλγα, μια δραστήρια ανοιχτόμυαλη γυναίκα, γεμάτη ζωή, δεξιότητες και ταλέντα σχεδόν εγκλωβίστηκε στη σχέση της με τον Χέρμπερτ; Ο συγγραφέας, όπως το συνηθίζει στα έργα του, ξετυλίγει σιγά – σιγά το κουβάρι των απαντήσεων.                                                         Όταν χρειάστηκε, η Όλγα εργάστηκε ως μοδίστρα.  Στην οικογένεια του Φερντινάντ, όπου έραβε,  την εμπιστεύονται  και την αγαπούν.  Η Όλγα, μετά το ράψιμο, έλεγε παραμύθια στον μικρό Φερντινάντ,  έφτιαχνε νόστιμα φαγητά, «μιλούσε γεμάτη ζωντάνια», «μύριζε λεβάντα, είχε ζεστά χέρια (και) διακρινόταν από καθησυχαστική επιβλητικότητα» (σελ.125).

Η ζωή της είναι η βιωμένη ιστορία.  Έζησε την ενοποίηση της Γερμανίας από τον Μπίσμαρκ, έζησε και τους  δυο παγκόσμιους πολέμους, μετακινήθηκε βίαια μετά τη συνθήκη των Βερσαλλιών, είδε τον ναζισμό να εγκαθίσταται στη Γερμανία. Έχασε την ακοή της. «Χαιρόταν που δεν μπορούσε να ακούει τα μεγάφωνα. Ο κόσμος είχε γίνει πιο θορυβώδης με την άνοδο των ναζί» (σελ. 108). Απολύθηκε από το σχολείο όπου εργαζόταν. Το Φεβρουάριο του  1945, πέρασε «από πολλές πόλεις με ισοπεδωμένα, καμένα και κατεστραμμένα από τις βόμβες σπίτια, δρόμους, κήπους και πάρκα με κατάμαυρα δέντρα, σωρούς ερειπίων» (σελ.111), ώσπου να εγκατασταθεί σε μια πόλη στις όχθες του Νέκαρ. Επιβίωσε χωρίς συμβιβασμούς. Συνέχισε τη ζωή της. Αντιμετώπισε με κάποια επιφύλαξη τον Μάη του ’68 στη Γερμανία.

Διαβάζοντας  το μυθιστόρημα, ακούμε τη φωνή τριών αφηγητών:   Ο πρώτος αφηγητής είναι ο συγγραφέας. Μιλάει για τη χρονική περίοδο  1871 μέχρι τη δεκαετία του ’50.  Στις 4 τελευταίες γραμμές,  παραδίδει τη σκυτάλη στο δεύτερο αφηγητή, τον νεαρό Φερντινάντ, που,  όπως φαίνεται,  είναι  το alter ego του συγγραφέα.                                        Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας ενσωματώνει τις επιστολές που συντάσσει η Όλγα  και απευθύνονται στον Χέρμπερτ, χωρίς ποτέ να φτάσουν στον παραλήπτη τους.  Έτσι, μέσα από τις ανεπίδοτες επιστολές,  της απονέμει το ρόλο της αφηγήτριας.  Διαβάζουμε προσωπικές αποκαλύψεις, αναγνωρίζουμε δυνατά συναισθήματα, κατανοούμε ματαιώσεις και συγκλονιζόμαστε από ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως ακούει τη φωνή της Όλγας.

Στο μυθιστόρημα βλέπουμε συγκεντρωμένα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της τέχνης του Schlink . Η μυθοπλασία του συνδέεται συνήθως με την ιστορικότητα και την αυτοβιογραφικότητα. Η οικογένεια του πάστορα-καθηγητή θεολογίας, όπου εργάζεται η ηρωίδα, απεικονίζει την πραγματική  οικογένεια του συγγραφέα. Οι ήρωές του είναι πρόσωπα γνώριμα στον ίδιον, αλλά  ταυτόχρονα γίνονται  φορείς ιστορικότητας. Η πλοκή επιφυλάσσει στον αναγνώστη την ανατροπή και προοικονομεί την έκπληξη,  παραθέτοντας αινιγματικά στοιχεία που μόνο στο τέλος λύνονται. Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας έχει γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα.                                                                     Φανερή είναι και η νομική ιδιότητα του Schlink. Η  Όλγα διαπιστώνει πως δεν μπορεί να γίνει διευθύντρια, πως πληρώνεται λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους της, πως έχει βαρύτατες νομικές συνέπειες  η εκτός γάμου απόκτηση παιδιού.                                        Η παράθεση των επιστολών της ηρωίδας προδίδει την  ενασχόληση του συγγραφέα με αρχεία, με παλαιότερα χειρόγραφα και μας εισάγει με γοητευτικό  τρόπο στο εργαστήρι της δημιουργίας του, «την κουζίνα του συγγραφέα».

Το βιβλίο είναι  προσιτό κι ευκολοδιάβαστο. Απευθύνεται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό.  Άλλωστε ένα από τα προσόντα της συγγραφής του Schlink, που εκτιμούν βέβαια οι διεθνείς εκδοτικοί οίκοι, είναι η αδιαμφισβήτητη ικανότητά του να συνδυάζει τη λογοτεχνική ποιότητα με τη μεγάλη εμπορικότητα.

2 σκέψεις σχετικά με το “Όλγα, Bernhard Schlink

Add yours

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Create a website or blog at WordPress.com

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: