Ο Αντώνης , ένα ατίθασο αγόρι
Όταν ήμουν παιδί, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, μου άρεσε να διαβάζω τον Τρελαντώνη (ΕΣΤΙΑ, 1932 1 ) της Π. Δέλτα. Μου άρεσε η ανεμελιά του, οι σκανταλιές του, η αφέλειά του, η περηφάνια του. Ήταν ελεύθερος, ήταν πειραχτήρι, ήταν γενναίος.
«Ο Αντώνης έκανε πολλά δύσκολα πράματα. Έκανε τούμπες τρεις στη σειρά, … σκαρφάλωνε στη γαζία της αυλής, καβαλίκευε στην κουπαστή της σκάλας και κατέβαινε γλιστρώντας ως κάτω, έκανε πηδώντας με το ένα πόδι, τρεις φορές το γύρο της αυλής …».
Προσπαθούσα να τον μιμηθώ, ας ήμουν κορίτσι. Έτσι κινητοποιήθηκα να μάθω τούμπα, έκανα πολλές απόπειρες και κατάφερα τελικά να σκαρφαλώνω σε μια μικρή αμυγδαλιά που υπήρχε στην πίσω αυλή του σπιτιού μας. Καθόμουν εκεί με τις ώρες και έντυνα τις εικόνες με λέξεις. Και για ένα διάστημα είχα καταργήσει κι εγώ εντελώς τα σκαλοπάτια στο κατέβασμα. Γλιστρούσα κατεβαίνοντας την ξύλινη κουπαστή μιας σκάλας που έτριζε, μύριζε παρκετίνη και είχε ένα γλυκό μελί χρώμα. Και τι παράξενο! Οι μεγάλοι δεν με μάλωναν! Τι απογοήτευση!
Με ένωναν, ακόμη, με τον Αντώνη οι ίδιες αναγνώσεις. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός ήταν ο λογοτεχνικός του ήρωας. Εμένα, για να πω την αλήθεια, δεν με πολυσυγκινούσαν οι περιπέτειες του Σεβάχ. Ταξιδιώτης εκείνος, αλλά, όταν έκλεινα το βιβλίο του, δεν ταξίδευα πουθενά. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο μεταφραστής-διαμεσολαβητής του κειμένου και δεν ξέρω αν ευθύνεται εκείνος ή αν ευθύνομαι εγώ και το γούστο μου για την αδιαφορία μου για τα ταξίδια του.
Άπειρες φορές, όμως, μαζί με τον Αντώνη κοιτάζαμε από την βεράντα του σπιτιού, που έβλεπε στον Κορινθιακό κόλπο, «τις βαρκούλες, που ανεβοκατέβαιναν λοξά, σα στραβολαιμιασμένες, απάνω στα κύματα που σπούσαν και βροντούσαν στα χαλίκια …». Ποτέ, όμως, δεν τόλμησα, αν και βαθιά μέσα μου το ήθελα, να σύρω μια βάρκα, όπως ο Αντώνης, στην ακτή, να μπω μέσα, να λύσω το σκοινί και να ξεκινήσει η περιπέτεια.
Ο Τρελαντώνης, ενσάρκωνε τη διαφυγή από το πλαίσιο πειθαρχίας, που πρέσβευε η αγωγή εκείνων των χρόνων. Το ατίθασο αγοράκι έδινε υπόσταση στις τάσεις διαφοροποίησής μας απέναντι στις νόρμες, που τότε ήταν άκαμπτες και απαραβίαστες. Ο παιδικός λογοτεχνικός ήρωας υπερέβαινε την ευπρέπεια της αγωγής, γι΄αυτό μας ήταν τόσο αρεστός. Παραβίαζε όρια, καθώς τα προσωπικά ενδιαφέροντά του ήταν τόσο ισχυρά, που επέτρεπαν πρωτοβουλίες, που δεν ενέκριναν, συνήθως, οι μεγάλοι. Γι΄αυτό τον είχαμε στην καρδιά μας. Νοηματοδοτούσε με μια μορφή επαναστατικότητας τα πιο αθώα παιδικά μας αιτήματα. Κάθε λογοτεχνικός ήρωας που ξέφευγε από τις νόρμες και ανέτρεπε το αυστηρό παιδαγωγικό πλαίσιο της παιδικής ηλικίας, φάνταζε στα μάτια μου ως ένα θαύμα.
Αξιοθαύμαστοι και συμπαθέστατοι μαζί με τον Αντώνη της Π.Δ. ήταν ο Τομ Σόγιερ και ο Χακ Φιν του Μ. Τουαίν. Ήταν πειραχτήρια, ελεύθερα και ζωηρά. Το μυαλό τους το είχαν στις σκανταλιές και στις περιπέτειες. Υπήρχε, επομένως, στην Παιδική Λογοτεχνία το πρότυπο του καλού « κακού» αγοριού, στο οποίο βασίστηκε η Π.Δ . για να πλάσει τον δικό της ήρωα, ενσωματώνοντας στη μορφή του την πραγματική εικόνα του αδελφού της, του Αντώνη Μπενάκη. Αυτοπροσωπογραφικές σελίδες παρακολουθούμε στον Τρελαντώνη, βιβλίο που η Π.Δ. το αφιερώνει και, ίσως, το διαβάζει στις εγγονές της , Λένα και Αργίνη Ζάννα.
Το πρότυπο του καλού «κακού» αγοριού ήταν απολύτως αποδεκτό παιδαγωγικά και λογοτεχνικά. Αντώνης, Τομ, Χακ. Όλοι τους υπέροχοι. Όλοι τους γοητευτικοί. Αλλά όλοι είναι αγόρια. Πότε, επιτέλους, θα εμφανιστεί στην Παιδική Λογοτεχνία ένα ατίθασο κορίτσι;
Εύη Ζερβού Καλλιακούδη
Σχολιάστε