Ένα σχολικό βιβλίο που πολεμήθηκε

Ένα σχολικό βιβλίο που πολεμήθηκε

 

Το αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού Τα ψηλά βουνά εκδόθηκε το 1918. Καταξιώθηκε στη συνείδηση των παιδιών και  των δασκάλων. Το εξυμνούν οι  διανοούμενοι της εποχής ( Κ. Παλαμάς,  Γ. Ξενόπουλος,  Ηλ. Βουτιερίδης ). Εξίσου αγαπήθηκε και το αναγνωστικό της Α’ Δημοτικού, Το αλφαβητάρι με τον ήλιο, όπως το έλεγαν οι μικροί μαθητές. Είναι η πρώτη φορά που στο ανανεωτικό πνεύμα των σχολικών βιβλίων συνεισφέρουν δημιουργικά  λογοτέχνες  (Ζ. Παπαντωνίου, Π. Νιρβάνας), παιδαγωγοί  (Αλ. Δελμούζος, Δ.  Γληνός), γλωσσολόγος (Μ. Τριανταφυλλίδης)  και ζωγράφοι – εικονογράφοι (Πέτρος Ρούμπος, Κ. Μαλέας).

                                                                                                                     Η  εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917,  που σχεδιάζεται στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου  βρίσκεται η επαναστατική κυβέρνηση του  Βενιζέλου, έδωσε βιβλία με ωραία κείμενα που αποθεώνουν τη χαρά της ζωής και δίνουν ενεργό ρόλο στο παιδί, που παρατηρεί, ερευνά και ανακαλύπτει. Η γνώση κατακτάται με τρόπο βιωματικό, όπως πρεσβεύει το Σχολείο εργασίας. Τα βιβλία είναι γραμμένα  στη γλώσσα που καταλαβαίνει, ζει και μιλάει το παιδί. Η επιλογή της δημοτικής αποτελεί  τομή για την ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης.

Η χώρα άλλωστε, μετά τους βαλκανικούς πολέμους, έχει επεκταθεί εδαφικά. Είναι, επομένως,  χρήσιμο να εκπαιδευτούν γλωσσικά οι νέοι πληθυσμοί και, αβίαστα και σταδιακά,  να οδηγηθούν στην αφομοίωση. Η απλή, καθημερινή, ομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική, μπορεί να γίνει ένα ισχυρό, ενωτικό και παιδαγωγικό στοιχείο. Η δημοτική,  που υιοθετείται στα βιβλία των τεσσάρων πρώτων τάξεων  υπηρετεί, εκτός των παιδαγωγικών,  και ιδεολογικούς  στόχους. Βέβαια, ο Γεώργιος Χατζηδάκις, θεμελιωτής της Γλωσσολογίας στην Ελλάδα, αντιστέκεται έντονα στο καινούργιο πνεύμα του βιβλίου, που βγάζει το παιδί στη φύση, το ευαισθητοποιεί για το περιβάλλον, το ανεξαρτητοποιεί, το κοινωνικοποιεί  και του δίνει αρχές με έναν διαφορετικό τρόπο από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Οι ανθρώπινες και οι παραδοσιακές ελληνικές  αξίες παρουσιάζονται με λεπτότητα, δεν αντιστρατεύονται το λογοτεχνικό κείμενο και, βέβαια δεν έχουν σχέση με μονοδιάστατο  διδακτισμό, κραυγαλέα, ψεύτικα και αφελή σχόλια, ούτε προπαγανδιστική διάθεση. Και όμως, ο Χατζηδάκις απορρίπτει το αναγνωστικό,  όχι μόνο για τη δημοτική γλώσσα, αλλά και για το περιεχόμενο. Γράφει : «Τα ψηλά βουνά είναι βιβλίον άθεον, μη διδάσκον ούτε θρησκείαν ούτε πατρίδα ούτε οικογένειαν. Είναι βιβλίον μπολσεβικικόν».(!)

Άλλη κουλτούρα έχουν οι εμπνευστές της γλωσσοεκπαιδευτικής, όπως χαρακτηρίστηκε, μεταρρύθμισης, οι τρεις σπουδαίοι επιστήμονες, τους οποίους ο Ελ. Βενιζέλος εμπιστεύεται απόλυτα. Είναι οι πρωτεργάτες του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ο  Δ. Γληνός, ο  Αλ. Δελμούζος και ο  Μ. Τριανταφυλλίδης. Ο πρώτος δ/ντής του διδασκαλείου Μ. Ε., ο Δελμούζος εμπνευστής του Παρθεναγωγείου του Βόλου, ο Μ. Τριανταφυλλίδης,  με βαθύτατη επιστημονική κατάρτιση,  θα γράψει αργότερα την πρώτη Γραμματική της Δημοτικής γλώσσας.

Σπουδαίοι άνθρωποι, εξαιρετικά βιβλία. Είναι λογικό να περιμένουμε τους καρπούς αυτής της προσπάθειας. Και όμως. Η πιο ολοκληρωμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση κράτησε λίγο. Τα αναγνωστικά αποσύρθηκαν το 1921. Στον τόπο μας, πολύ συχνά,  σημαντικές  προσπάθειες μειώνονται και αντιμετωπίζονται με τόση μεγάλη εμπάθεια που καταλήγουν να μένουν μετέωρες, χωρίς συνέχεια. Πρόκειται για τη συνήθη τακτική της κατασυκοφάντησης του καλού και της προπαγανδιστικής χειραγώγησης των μαζών. Διαβάστε τι υποστήριζαν τότε για το παιδαγωγικά πρωτοποριακό αναγνωστικό, αλλά και για όλα τα βιβλία της μεταρρύθμισης.

«… Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως και να καταδιωχθώσι ποινικώς οι υπαίτιοι. … Τα φυλλάδια τα εξιστορούντα τον βίον και τα κατορθώματα διασήμων ληστών και δολοφόνων είναι σχετικώς ηθικότερα του συγγραφικού τούτου τερατουργήματος. …».

Τολμούν να διατυπώσουν, όχι μόνο προφορικά, αλλά ακόμη και  γραπτά, εντελώς  θλιβερά σχόλια.  Αναφέρονται σε «βδελυράς και βωμολόχους αστειότητας, τας οποίας ασμένως μεταχειρίζονται οι μόρτηδες, οι χασισοπόται, οι λωποδύται και εν γένει  οι φαυλόβιοι».

Είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται με τέτοιον τρόπο τα πιο αξιόλογα σχολικά βιβλία,  που τόσο αγαπήθηκαν; Ποιοι είναι αυτοί που υπογράφουν τέτοια κατώτερα  κείμενα; Απάντηση: Είναι οι «ταγοί» του πνεύματος της εποχής εκείνης, μεταξύ των άλλων  οι πανεπιστημιακοί Α. Σκιάς και  Ν. Εξαρχόπουλος, ο οποίος, ας σημειωθεί,  αν και ήταν θιασώτης του Σχολείου εργασίας, υπήρξε ο ενορχηστρωτής της κατασυκοφάντησης των βιβλίων και ο σημαιοφόρος της οπισθοδρομικής αντιμεταρρύθμισης !                                                                    «Η χυδαιότης του βιβλίου είναι ανωτέρα πάσης περιγραφής … Τα πρόσωπα του βιβλίου ανήκουσι σχεδόν άπαντα εις τας κατωτέρας τάξεις της κοινωνίας».

Οι λόγοι; Πολιτική αντιπαράθεση. Είναι φανατικοί αντιβενιζελικοί. Επομένως,  στην ουσία δεν τοποθετούνται απέναντι στο περιεχόμενο και στη γλώσσα των βιβλίων. Πρόθεσή τους να υπηρετήσουν προσωπικές φιλοδοξίες με κάθε μέσο, έχοντας τοποθετήσει εαυτούς σε συγκεκριμένη κομματική παράταξη.                                                                            Ακόμη και η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που ανήκε στον κύκλο των δημοτικιστών και ασχολήθηκε με το παιδικό ανάγνωσμα, μάλιστα το βιβλίο της Οι τρεις φίλοι είχε εγκριθεί ως αναγνωστικό της Β΄ Δημοτικού, απορρίπτει το εμβληματικό βιβλίο.                                                      Εδώ, πιθανολογείται ότι   δεν πρόκειται για εμπαθή ανταγωνισμό.  «Παραπέταξαν τον Θεό και το έθνος», γράφει.                                                                Η στάση της αποδίδεται στον ιδιότυπο «επιθετικό» εθνοκεντρισμό της, παρόμοιο με αυτόν της βενιζελικής Π. Δέλτα.  Ο τόπος μόλις έβγαινε  από τους βαλκανικούς πολέμους και από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και η Γ. Κ.  φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να καταλάβει το πνεύμα του αναγνωστικού. Τα παιδιά του Ζ. Παπαντωνίου,  που δημιουργούν μια κοινότητα,  είναι τωρινοί μικροί πολίτες και, βέβαια, μελλοντικοί ενήλικοι Έλληνες πολίτες  και όχι , κυρίως, έλληνες στρατιώτες.  Δεν είναι μικροί πολεμιστές ούτε δυνητικοί πολεμιστές, όπως, ίσως, φαντάζεται η  Γ. Καζαντζάκη και όπως ευαγγελιζόταν ακόμη και η διακήρυξη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, το 1909.

Μετά την επάνοδο του  Κωνσταντίνου στο θρόνο, σβήνει  κάθε ανανεωτική προσπάθεια στο χώρο της εκπαίδευσης.

Τα παιδιά μας, όμως,  σήμερα,  εξακολουθούν να διαβάζουν Τα ψηλά βουνά. Εξακολουθούν να αμφισβητούν τις δεισιδαιμονίες της γριάς Χάρμαινας, να θαυμάζουν τον ταπεινό ράφτη, τον ξεχασμένο ευεργέτη,  που έδωσε τα χρήματά του για να γίνει η  βρύση στο βουνό, να καρδιοχτυπούν για τον Φάνη, να ευαισθητοποιούνται για το περιβάλλον.  Θα μάθουν ποτέ, άραγε,  την πικρή  ιστορία διώξεων του αγαπημένου τους βιβλίου;

Εύη Ζερβού Καλλιακούδη

 

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ένα σχολικό βιβλίο που πολεμήθηκε

Add yours

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Create a website or blog at WordPress.com

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: