Φοράει κοστούμι, Ελ. Χρονοπούλου

 

Φοράει κοστούμι, Ελισάβετ Χρονοπούλου, ( εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2013)- ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ

«Μήπως η επιτυχία δεν είναι ούτε θέμα τύχης ούτε αστάθμητων παραγόντων, αλλά απλώς πετυχαίνει όποιος δεν ψαρώνει με τις ετοιματζίδικες  φράσεις;  Όποιος δεν ψαρώνει γενικά;»

Το όπλο της συγγραφέως είναι   ο καταιγιστικός και κρουστός λόγος της . Δεν υπάρχει τίποτα περιττό. Ούτε μια λέξη περισσότερη, μα ούτε μια  λιγότερη. Είναι το ίδιο  το κείμενο που σε συνεπαίρνει, σε  στροβιλίζει, σε μετακινεί καθώς  μεταμορφώνεται σε γεφύρι που διαρρηγνύει  το διαχωριστικό όριο ανάμεσα σε εκείνον, στο πρόσωπο της μυθοπλασίας (; )  και στον αναγνώστη.

Κριτική από Εύη Ζερβού Καλλιακούδη

Η μετάβαση εκείνου  σε μας ή, ακριβέστερα, η δική μας μετακίνηση προς εκείνον, -ενώ  ακούγεται ο ήχος του μοτέρ της κινηματογραφικής μηχανής-,  μας μεταφέρει εξ ολοκλήρου  στο χώρο της δράσης.

          «Σκέφτηκα τώρα αυτό το γνωστό που λέμε και ξαναλέμε ότι η ζωή είναι μια κι έξω, μια λήψη και χωρίς πρόβα. Κι η κάμερα τραβάει συνέχεια, έχουμε ξεχάσει το μοτέρ ανοιχτό. Δεν μπορείς να το κλείσεις και να πεις: Θα ξεκουραστώ τώρα, δεν θα ζω για λίγο, κι όταν είμαι έτοιμος ξαναπατάω το μοτέρ και πάμε. Να πω τώρα: Λάθος, παιδιά, πάμε πάλι, αρχικές θέσεις και να είναι πάλι πρωί, επτά η ώρα που χτύπησε το ξυπνητήρι κι άπλωσα το χέρι μου κι αγκάλιασα την κοιλίτσα της». Μόνο , νομίζω, σε  αυτό το απόσπασμα, που βρίσκεται  στο 5ο διήγημα, ομώνυμο της συλλογής, και  επιτρέπει στον αναγνώστη  να δημιουργήσει άπειρες συμβάσεις, μπορείς, ίσως, να υποψιαστείς ότι η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας Ελισάβετ Χρονοπούλου (γεννήθηκε το 1961) έχει κάποια σχέση  με τον κινηματογράφο. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάποιο χαλαρό δεσμό, αλλά για σχέση ζωής  με την Έβδομη Τέχνη. Είναι η δουλειά της.  Ως  σκηνοθέτις  έχει αφιερώσει άπειρες ώρες, μέρες, βδομάδες, χρόνια για τη διαμόρφωση του χώρου των γυρισμάτων,  για τη <<διδασκαλία>> των  ηθοποιών, για τη συνεργασία με τα  κινηματογραφικά συνεργεία, για την παρακολούθηση της κίνησης της κάμερας και για άλλα τόσα ακόμη στις  4 κινηματογραφικές ταινίες που, ήδη, με επιτυχία έχει σκηνοθετήσει.  Κι όμως. Στη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο Φοράει Κοστούμι, στα 8 διηγήματα που εκτείνονται σε 109 σελίδες,η συγγραφέας  εγκαταλείπει τις κινηματογραφικές τεχνικές.

Ας ξαναδιαβάσουμε  τις λιγοστές  γραμμές που αποκαλύπτουν διακριτικά και υπαινικτικά την ιδιότητά της κι ας  δοκιμάσουμε να ανακαλύψουμε  πόσα από τα  αισθητήριά μας ενεργοποιούνται, πόσα από τα συναισθήματά μας  διεγείρονται, τέλος  ποιες έννοιες και ποιες  σχέσεις  καλούμαστε  να συνειδητοποιήσουμε ή τουλάχιστον να σκεφτούμε. Και, κυρίως, ας νιώσουμε με ποιο τρόπο η συγγραφέας μας  τραβάει , άλλοτε επιτακτικά κι άλλοτε συμπονετικά, και μας μεταφέρει πολύ κοντά στους ανθρώπους της.

Ξεκινάμε;  Σιωπή. Παρατεταμένη σιωπή. Την χαρίζουμε στον εαυτό μας.  Έτσι αφουγκραζόμαστε  το κείμενο. Νιώθουμε τις  άπειρες δυνατότητες  θεατρικών ή κινηματογραφικών συμβάσεων που δημιουργούνται. Κι όμως, η δυνατότητα αυτή δεν φαίνεται να είναι η κύρια πρόθεση της Ελ. Χρ. , φαίνεται ότι αποτελεί μόνο μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια.

Υπάρχει, λοιπόν, το βασικό αντικείμενο, η μηχανή λήψης, – μπορούμε να την στήσουμε σε ένα σημείο του χώρου και να ακούμε διαρκώς τον ήχο του μοτέρ – , και γύρω από  αυτή τη  <<σκηνοθεσία>> , μπροστά στην κάμερα, βλέπουμε να ξεδιπλώνονται αναρίθμητες σκηνές  ζωής. Κι εμείς είμαστε,  τουλάχιστον αρχικά, έξω από τα πλάνα. Είμαστε  οι παρατηρητές ή οι θεατές  των σκηνών και των ανθρώπων. Παρακολουθούμε από κάποια απόσταση και  τα αγκαλιάζουμε όλα κι όλους μόνο με το βλέμμα: εκείνον που δεν φοράει τζιν και πουλόβερ, αλλά κοστούμι, εκείνη που έκλαιγε με αναφιλητά, αλλά το γέλιο της ήταν παιδικό, ξεκαρδιστικό  και χαρούμενο και εκείνον, τον αφηγητή-πρωταγωνιστή-σκηνοθέτη της μοιραίας συνάντησης. Εμείς ως αναγνώστες εξακολουθούμε να κρατάμε  τον ασφαλή ρόλο των αποστάσεων.  Πρωταγωνιστές είναι οι άλλοι, εκείνοι.

Η σχέση, όμως, του αναγνώστη με τα πρόσωπα του διηγήματος  αλλάζει. , όσο προχωρεί η ανάγνωση. Τα πρόσωπα αρχίζουν να μας αφορούν. Τα πλησιάζουμε. Μας απασχολεί ο ψυχισμός τους, μας αιφνιδιάζουν οι επιλογές τους , διερωτώμαστε για τα συντρίμμια τους, κατανοούμε τα αδιέξοδα. Η Ελ.  Χρ. ξεδιπλώνει σταδιακά τους εφιάλτες τους, κεντάει τον πόνο τους, αποδίδει πολύ στέρεα την ψυχολογική τους διάσταση.

Παύουμε να νιώθουμε  θεατές, μπήκαμε με ένα μαγικό τρόπο ανάμεσά τους. Πώς είναι δυνατόν  να παρακολουθούμε με τη σιγουριά της απόστασης την ίδια τη  ζωή, τη δική μας ζωή.  Γιατί οι ατομικές ιστορίες που διαβάζουμε στο έργο Φοράει Κοστούμι ,  συγκροτούν τη συλλογική ιστορία,  που την βιώνουμε  με έναν ιδιαίτερο τρόπο μέσα από την τέχνη της συγγραφέως. Εμείς, λοιπόν, και σκηνοθετούμε, και  πρωταγωνιστούμε.  Το μοτέρ, βέβαια, εξακολουθεί να ακούγεται αδιάκοπα, ίσως, για να υπενθυμίζει έντονα  ότι η ροή του χρόνου συμβαδίζει αρμονικά με την αδιάκοπη κίνηση της ζωής. Και για να εμπεδώσουμε ότι στη ζωή ό,τι συμβαίνει καταγράφεται. Δεν γλιστράει, δεν κρύβεται, δεν σβήνεται, μπορεί,  και να μην ξεχνιέται ποτέ.

Η ικανότητα της Ελ. Χρ., όπως προκύπτει όχι μόνο από το απόσπασμα που προηγήθηκε, αλλά και από όλα τα διηγήματα   της συλλογής,  έγκειται στο ότι δημιουργεί λογοτεχνία . Δημιουργεί, καθώς καταφέρνει να χωρέσει στις σελίδες της όχι μόνο στιγμιότυπα από την ύπαρξη, αλλά και,  φευγαλέα, μεταμφιεσμένα δοκίμια. ( «Είχε ήδη φύγει… Εγώ πήγα στο Ρήγα Φεραίο και γράφτηκα στο μαθητικό», Το χειρόγραφο, σελ. 86 ).                                                                              Δημιουργεί, καθώς χτίζει το τρικύμισμα της ψυχής και τις συναισθηματικές  από-χρώσεις  «του πρίγκηπα του γλυκού νερού»  ( Τι να σου πει κι η θάλασσα, σελ. 34) ,  « του πικραμένου γέρου 46 χρονών, που δεν κατάφερε στη ζωή του τίποτα και πετάει χολή…», ( Θα πάω, σελ.12 ), του αγοριού που « ξαφνικά ένιωσε εκλεκτός» (Σήμερα πέθανες>>, σελ.104).

Αυτός ο κόσμος του σήμερα αποδίδεται στα 8 διηγήματα της συλλογής, σε ένα  κρουστό κείμενο, αυθόρμητο κι αληθινό, που προκαλεί συνειρμούς στο μυαλό και τριγμούς στα εσώψυχα. Κατορθώνει να σκαλίζει- χωρίς να νοιάζεται να σμιλέψει, πράγμα που θα ήταν  εξαιρετικά ανακουφιστικό, – κομματάκια της ψυχής μας. Νιώθουμε το βάρος στο στήθος, το σφίξιμο στο στομάχι , τον κόμπο στο λαιμό … «Πρώτα το αισθάνεσαι σωματικά ότι κάτι παράξενο συμβαίνει και μετά το συνειδητοποιείς», γράφει η 14χρονη  στο  Χειρόγραφο (σελ. 84).

Θέλω να πω  ότι  η συγγραφέας, ενώ εύκολα θα μπορούσε να γράψει κείμενα που ακουμπούν τα επαγγελματικά βιώματά της και να εκφραστεί μέσα από την κινηματογραφική της εμπειρία, άξονες και υλικό που ενδεχομένως εξασφαλίζουν εμπορική επιτυχία, επέλεξε να μας κάνει κοινωνούς μιας βαθύτερης στιβάδας  συναισθημάτων και στήριξε τα κείμενά της  με έναν λόγο αυθεντικό που  δεν δαπανάται σε εξωτερικούς εντυπωσιασμούς και απορρίπτει επιφανειακές εκπλήξεις  και στημένα σκηνικά.                                                                                                                                                                                                                                                                               Δοκίμασε, λοιπόν,  με επιτυχία να δουλέψει με υλικό απαιτητικό και πρώτη ύλη δύσκολη.                                                                                                                                          Στο  1ο διήγημα της συλλογής με τίτλο  Θα πάω υπάρχουν  ηθοποιοί, αλλά η επιλογή αυτή φαίνεται ότι δεν επηρεάζει την  εξέλιξη, καθώς   οι αναστολές και οι δισταγμοί    ή, αντίθετα, η συναισθηματική κινητοποίηση, η ενθάρρυνση και η θετική  ώθηση αποτυπώνουν γενικότερα ανθρώπινες στάσεις. Στην ουσία  υπενθυμίζουν  τις δικές μας  στάσεις, τις δικές μας ανασφάλειες, αβεβαιότητες και δειλίες.

Έχω, λοιπόν, την αίσθηση ότι η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας ξεχνάει συνειδητά  τις κύριες  ιδιότητες  της επαγγελματικής της ενασχόλησης. Περιφρονεί τις δοκιμασμένες συνταγές.  Τολμά να αναμετρηθεί με θεματική ουσιώδη  και δουλεύει με γλώσσα αληθινή, αυθεντική και διεισδυτική. Δεν  επιμένει σε σκηνικά, δεν φωτογραφίζει   πρόσωπα , δεν καταπιάνεται με τα χρώματα, δεν την απασχολεί ο χώρος ως αυτοτελής ή αυθύπαρκτη κατηγορία, δεν γράφει βασισμένη ούτε στην όραση ούτε στην  οπτική διαδικασία. Δεν την απασχολεί ακόμη – ακόμη ούτε η σκηνογραφία.

Αυτές οι αρνήσεις- διαζεύξεις που ως θέσεις αποτελούν, ίσως, χαρίσματα γραφής για πολλά είδη λόγου, αφήνουν αδιάφορη τη συγγραφέα, κι αυτό , σπεύδω να διευκρινίσω,  είναι η μεγάλη της αρετή και το ιδιαίτερο θέλγητρο της πένας της.   Γιατί  ξέρει, όπως ξέρουμε πια κι εμείς, ότι οι εικόνες ψεύδονται. Το υποστηρίζει στο κλασικό πια έργο του  ο Laurent Gervereau  ( Ιστορία του οπτικού ερεθίσματος στον 20ο αιώνα, εκδ. Seuil, 2000).

Η ματιά της διαθέτει την παρθενική καθαρότητα του ανθρώπου που  κατακλύζεται κυρίως από αισθήματα και δοκιμάζει βασανιστικά την ανάγκη της αποφόρτισης μέσα από την αδημονία της έκφρασης και την ειλικρινή  εξωτερίκευση. H γραφή της δεν   θα μπορούσε να είναι «προϊόν» σεμιναρίων  δημιουργικής γραφής και τα κείμενά της δεν  θα μπορούσαν να αποτελούν συνταγή  συγγραφής. Τέχνη και αυθορμητισμός, αλήθεια και διεισδυτική έκφραση τα χαρακτηριστικά της. Η γλώσσα της δεν είναι τυπικά  επεξεργασμένη, δεν είναι χαριτωμένη, είναι φυσική, αληθινή, ειλικρινής, ανυπόκριτη. Έτσι το κείμενό της είναι πάντοτε αψεγάδιαστο,  δεν αποδυναμώνεται ούτε μια στιγμή. Παραπέμπει σε  κείμενα  όπου η γλώσσα  υπάρχει ως προέκταση ενός  καταιγιστικού ορμητικού προφορικού λόγου, όπου  απουσιάζουν τα περιττά και η καταγραφή  αποτυπώνει την πηγαία εσωτερική ανάγκη έκφρασης. Καταιγιστική η γραφή της.

Το βιβλίο το διάβασα πάλι και πάλι. Μετά  για μέρες  το είχα μαζί μου. Έβαζα χαρτάκια ανάμεσα στις σελίδες του, το ξεφύλλιζα, υπογράμμιζα, , το πηγαινοέφερνα  στο θεατρικό εργαστήρι,   διάβαζα δυνατά κάποιες γραμμές. Διάβαζα από το διήγημα Μπουτίκ δώρων:  « Έψαχνα ένα δώρο για το γάμο αυτής της βαρετής ξαδέλφης, της Ειρηνούλας, που είχα να τη δω από κάτι προπέρσινα Χριστούγεννα και πριν απ’ αυτά από κάτι θλιβερά γενέθλια, που γινόμουνα επτά ετών και ήρθε ντυμένη μικρή Τυρολέζα και  μου ΄σπασε το αγαπημένο μου κογιότ… Ήταν τεράστιος. Ψηλός, πολύ ψηλός, με αυτό το το σώμα το αγύμναστο και κακοφορμισμένο, αλλά επιβλητικά ογκώδες… Ο.Κ ήτανε φοβιστικός… Το θολό του βλέμμα δεν ήταν τώρα θολό. Ήταν το κυνηγημένο βλέμμα ενός τρομαγμένου παιδιού που έχει χαθεί στο βουητό της πόλης και ξέρει ότι είναι επικίνδυνο να μιλάει σε αγνώστους. Ακόμα και σ΄έναν άγνωστο που είναι γυναίκα, ένα εξήντα τρία ύψος, πενήντα τρία κιλά».  (σελ. 22)

Έβλεπα τις αντιδράσεις των ακροατών μου. Πρώτα-πρώτα άκουγαν. Δεν αδημονούσαν να τελειώσει το κείμενο. Ύστερα απλωνόταν  σιωπή. Ανάμνηση, συνειρμοί, καθρέφτισμα ή όλα μαζί;  Μετά σκόρπιες λέξεις. Ο καθένας αισθανόταν την ανάγκη να πει. Στην πραγματικότητα το κείμενο   κάτι είχε να  πει, είτε μιλούσε για τον δειλό και φοβισμένο που πάντα τα «κουκούλωνε»  κι ήξερε μόνο να τρέχει να κρυφτεί ή για τον μικρό Μάρτιν που παράτησε με αιτία το σχολείο και μπήκε σε μια συμμορία ή  για τα δυο κορίτσια που κάποτε έπαιζαν τον Χάνσελ και την Γκρέτελ ή… ή … ή.  Σύγχρονο κείμενο, διαβάζεται εύκολα, ρουφιέται και, κυρίως, ανήκει στη Λογοτεχνία.                                                                                                                

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Create a website or blog at WordPress.com

ΠΑΝΩ ↑

Αρέσει σε %d bloggers: