Τεχνικές κολύμβησης της Ελίζας Παναγιωτάτου, Αντίποδες, 2017 –ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Δυο μικρά εξάχρονα κορίτσια συνομήλικα, η Μαρία και η Στεφανία, «θα βρεθούν σε ένα παιδικό πάρτι» φορώντας «στολή μέλισσας από τα Τζάμπο, φτηνό υλικό, έντονα χρώματα … και διάφανα φτερά». Είναι η πρώτη τους συνάντηση, που ξεκινάει με έναν τρόπο αναπάντεχα επιθετικό, ανταγωνιστικό και δυσάρεστο. Τελειώνει, όμως, με μια επικοινωνία αναπάντεχα ήρεμη, γλυκιά και εγκάρδια, καθώς οι δυο τους «παίζουν εκείνα τα κοριτσίστικα παιχνίδια που μόνη χρησιμότητα έχουν να μάθουν στα χέρια να ενώνονται».
Κριτική από Εύη Ζερβού Καλλιακούδη
Μετά την καταιγίδα, έρχεται η καλοκαιρία, συνδεδεμένη με την κίνηση των σωμάτων, το σμίξιμο των άκρων, το σμίλεμα, θα έλεγα, μιας σωματικότητας, που είναι διάχυτη σε όλο το έργο. Φαίνεται ότι η κίνηση και το άπλωμα του σώματος κάθε έμβιου όντος, στον πραγματικό χώρο ή στο χώρο της φαντασίας, αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της γραφής της συγγραφέως. Με επιμονή συνδυάζει τη σωματικότητα με την ψυχική κατάσταση και τη σωματική αλλαγή των κοριτσιών, -από παιδιά γίνονται έφηβες-, με την αλλαγή των κανόνων και την εμπειρία των ανατροπών. Οι δυο τους ανακαλύπτουν το σώμα τους, τα αγόρια, τις διαθέσεις τους, τα αγόρια.Θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα ενηλικίωσης.
Οι φόβοι και οι εφιάλτες των μικρών κοριτσιών πριν από τον βραδινό ύπνο, αναμειγνύονται με παιχνίδια που ξορκίζουν το κακό και σχετίζονται με ζώα άγρια ή ήμερα, της στεριάς ή της θάλασσας, ζώα με χίλιες μορφές, σε καταστάσεις ύπνου και εγρήγορσης, όπου το ονειρικό μπερδεύεται με το πραγματικό.
Παρούσες στη ζωή τους οι μαμάδες και οι γιαγιάδες. Άλλοτε παραμιλούν, άλλοτε αποκαλύπτουν μυστικά και αφηγούνται οικογενειακές ιστορίες. Συνομιλούν με τον εαυτό τους και με τα κορίτσια, που μεταστοιχειώνουν κουβέντες και αισθήματα σε μια προσωπική εσωτερική ζωή. Άλλωστε, τα κορίτσια μεγαλώνουν. Παρακολουθούν ντοκυμανταίρ από το ζωικό βασίλειο, υποδύονται στην πισίνα τις φάλαινες, δεν έλκονται από τα δελφίνια, πειραματίζονται και ανακαλύπτουν το σώμα τους.
Μεγαλώνουν. Αποχωρίζονται ήσυχα, ψύχραιμα. Απλώς αποχωρίζονται. Η μια ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Η άλλη αγκυροβολεί. Και οι δυο γνωρίζουν αγόρια και κορίτσια. Συνδέονται βαθιά ή χαλαρά- υπάρχουν δυο αναγνώσεις -. Πάντα οι αποχωρισμοί είναι ήσυχοι και νηφάλιοι. Δεν υπάρχει οδύνη, ούτε συντριβή, ούτε καν αναπόληση. Κι ένα χειμωνιάτικο βράδυ στην Αθήνα, έξω έπεφτε χιόνι άσπρο και εξαγνιστικό, ξανασμίγουν και αρχίζουν να «παίζουν με άλλους κανόνες παιχνίδια που έμοιαζαν με τα παλιά αλλά ήταν καινούργια…»
Στο κείμενο συναντάμε μικρές λεπτομέρειες που προκαλούν έκπληξη ή απορία. Όπως ένα κορίτσι, που μένει στο Μεταξουργείο και εμφανίζεται στο κείμενο για να εξαφανιστεί αμέσως από τη δράση. Δεν θα συναντηθεί ποτέ με την Μαρία και την Στεφανία. Η συγγραφέας επιλέγει να κάνει μια γρήγορη φωτογραφική αποτύπωση του ανώνυμου κοριτσιού, που κι αυτό αγοράζει την ίδια αποκριάτικη στολή από το ίδιο κατάστημα. Στις επόμενες σελίδες του κειμένου το κορίτσι είναι απόν. Μου φαίνεται παράξενο, αλλά η Ε. Παναγιωτάτου έχει την απάντηση: «…οι δρόμοι τους δεν τέμνονται παρά μόνο στο made in China”. Μικρές λεπτομέρειες γραφής, που εκπλήσσουν.
Το ονειρώδες με τις ασάφειες και τα ρευστά περιγράμματα μπερδεύεται με το πραγματικό, στο κείμενο της Παναγιωτάτου. Μια ενδιαφέρουσα παράξενη προσέγγιση των ανθρώπινων σχέσεων και μια ματιά ελαφρά αποστασιοποιημένη, είναι, νομίζω, χαρακτηριστικά που, ίσως, αντιπροσωπεύουν έναν καινούργιο τρόπο γραφής.
Σχολιάστε