Ο αφηγητής του πρωινού τρένου, Ζαν – Πολ Ντιντιελοράν, Πατάκης, 2017-ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Έχω καιρό να διαβάσω μυθιστορηματικό κείμενο με τόσο συμπαθητικά παράξενους και ανθρώπινους ήρωες. Με ύφος λογοτεχνικό. Με σκηνές απρόσμενες, που η μια διαδέχεται την άλλη, σαν να παρακολουθούμε το ξετύλιγμα μιας σύγχρονης ταινίας. Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται στο παρόν. Καθώς το διαβάζω αναρωτιέμαι αν έχω συναντήσει στην πραγματική ζωή παρόμοιους ανθρώπους.
Κριτική από Εύη Ζερβού Καλλιακούδη
Ο Υβόν Γκριμπέρ, ο εξηντάχρονος πορτιέρης, αγαπάει το κλασικό θέατρο, γνωρίζει την κλασική δραματουργία και στο διάλειμμα της άχαρης δουλειάς του « μπαίνει στο πετσί του Δον Ντιέγο ή τυλίγεται με την τήβεννο ενός φανταστικού Πύρρου». Ερμηνεύει συγκινητικά όλους τους μεγάλους ρόλους, ανδρικούς και γυναικείους.
Συνθέτει ο ίδιος ποιήματα με ρίμα και ξέρει ότι «ο έμμετρος στίχος απαιτεί αφοσίωση από τον ηθοποιό. Δεν χωράει αυτοσχεδιασμός. Δεν κάνεις ζαβολιές με τη ρίμα…». Ο φλύαρος Αλμπέρ, «ο θρυλικός μπουκινίστ της Και ντε λα Τουρνέλ» συμμετέχει σε ένα δόλιο και ταυτόχρονα ανθρωπιστικό εγχείρημα. Ο Τζουζέππε Καρμινέττι, αρχιχειριστής στο εργοστάσιο, ζει για να ξαναβρεί τα αντίτυπα από ένα «ασήμαντο βιβλιαράκι … που φτιάχτηκαν με αυτό τον μοναδικό στο είδος του κρεατοχαρτοπολτό». Στην ουσία αναζητά τα ίχνη του. Οι αδελφές Ζοζέτ και Μονίκ με τα μενεξεδένια μαλλιά, μυρίζουν κολόνια και σαπούνι Μασσαλίας και οργανώνουν «πρωινά ανάγνωσης». Η εικοσιοχτάχρονη Ζυλί, μαντάμ πιπί, γράφει στον υπολογιστή της αυτοπροσωπογραφικές σελίδες. Διαβάζουμε μαζί με τον ήρωα τα κείμενά της. Διακρίνουμε στην πένα της τη φρεσκάδα της ηλικίας της, τη λεπτή ειρωνεία και την ελαφρά περιπαιχτική διάθεση. Πώς να τους πάρεις όλους σοβαρά; Δίπλα τους ζουν και εργάζονται ο Μπρυννέ, εργάτης, «αθεράπευτα και επικίνδυνα ηλίθιος», «ένα φίδι του αισχίστου είδους», ο Κοβάλσκι, το αφεντικό, που «δεν μιλούσε. Γάβγιζε, έσκουζε, μούγκριζε, ωρυόταν, βρυχιόταν, αλλά ποτέ του δεν συζητούσε κανονικά».
Άφησα στο τέλος τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, τον Γκυλαίν Βινιόλ, – τι όνομα κι αυτό -, γεννημένο το 1976. Περνάει τα βράδια του συντροφιά με τον Ρουζέ ντε Λιλ (!), το χρυσόψαρό του. Δουλεύει στο εργοστάσιο πολτοποίησης βιβλίων. Χειρίζεται μια εφιαλτική μηχανή. Απεχθάνεται το είδος της δουλειάς του, αηδιάζει με τον Κοβάλσκι, περιφρονεί τον Μπρυννέ. «Το Πράγμα ξύπνησε με τα πιστόνια του στην τσίτα. Άρπαξε και καταβρόχθισε την πρώτη του μερίδα βιβλία χωρίς τον παραμικρό λόξιγκα». Στη διαδρομή του τρένου, μέχρι να φτάσει στο εργοστάσιο, επιλέγει μια συγκεκριμένη θέση και διαβάζει μεγαλοφώνως στους συνεπιβάτες πάντα «με την ίδια παθιασμένη αφοσίωση» αποσπάσματα από σελίδες βιβλίων που έχει διασώσει και τις έχει φυλάξει στο μέρος της καρδιάς του. «Ήταν μια ανάσα δροσιάς … οι επιζώντες. Ό,τι απόμεινε από τη σφαγή».
Εκεί, στην ίδια πάντα θέση, διαβάζει σελίδες λογοτεχνίας, συνταγές μαγειρικής, αποσπάσματα κειμένων ενηλικίωσης, αστυνομική λογοτεχνία, ακόμη και ροζ λογοτεχνία. Ζωντανεύει τα κείμενα που «πέθαιναν» κατά χιλιάδες στη χοάνη της μηχανής. Ο συντάκτης των κειμένων παραμένει ανώνυμος για όλους μας. Αυτή η διαδικασία, όμως, της ανάγνωσης κειμενικών σπαραγμάτων είναι το οξυγόνο του Γκυλαίν. Ο αφηγητής Γκυλαίν βγαίνει από την ανυπαρξία, αποκτά οντότητα, βρίσκει ένα νόημα στη ζωή, κερδίζει ένα μέρος από τα όνειρά του, καθώς η διάσωση σελίδων, ακόμη κι αν λείπει το όνομα των συγγραφέων, αποτελεί για τον ίδιο μια μορφή κάθαρσης. Αφηγείται σε πείσμα όλων των ταπεινών που τον περιβάλλουν.
Ο συγγραφέας, ο Ζ. Π. Ντιντιελοράν, υποχωρεί μπροστά στον αναγνώστη, τον Γκυλαίν Βινιόλ. Ο Γκυλαίν δημιουργεί προσωπικές σχέσεις, χτίζει επικοινωνίες μέσω των ετερόκλητων αποσπασματικών κειμένων που διαβάζει. Η αναγνωστική παρουσία τού δίνει την ταυτότητα του αφηγητή. Του δίνει και την ταυτότητα του «συγγραφέα». Διαβάζουμε, ως αναγνώστες, πολλά κείμενα εγκιβωτισμένα μέσα στο κυρίως κείμενο.
Ο Ζαν – Πολ Ντιντιελοράν μας προσκαλεί να διαβάσουμε πολλά εγκείμενα θραύσματα. Δεν είναι μόνο ο Γκυλαίν αναγνώστης. Είμαστε κι εμείς. Ως αναγνώστες των θραυσμάτων, ερχόμαστε σε επαφή με ποικίλα κείμενα διαφορετικού περιεχομένου και, φυσικά, διαφορετικής λογοτεχνικής αξίας. Καλούμαστε να τα διαβάσουμε ή να τα ακούσουμε – αφού φτάνουν σε μας με τη φωνή του αφηγητή – με τον δικό μας τρόπο. Ίσως ο συγγραφέας αλλά και ο αφηγητής του πρωινού τρένου μας προτείνουν εμμέσως να τα συμπληρώσουμε ή να αναθεωρήσουμε λεπτομέρειες. Μπορεί και οι δυο τους να μας επιφυλάσσουν τον ρόλο της οικειοποίησης των κειμένων. Ωστόσο τα θραύσματα περιέχουν κενά και πολλά απροσδιόριστα στοιχεία. Εμείς πιθανόν μπορούμε να τα νοηματοδοτή-σουμε, να υπαινιχθούμε στοιχεία για τη σκηνοθεσία τους, να επικοινωνήσουμε μαζί τους, ακριβώς όπως το έκαναν αυθόρμητα οι ακροατές του Γκυλαίν σε εκείνο «το επιβλητικό περιτριγυρισμένο από κήπους οικοδόμημα, ψηλά στο λόφο».
Νιώθω ότι ο συγγραφέας μας είναι πολύ ξεχωριστός λογοτέχνης. Μιλάει για τον κόσμο, την αφήγηση και τον αναγνώστη με όρους λογοτεχνίας, καθώς καταφέρνει να κλείσει όλη τη θεωρία της πρόσληψης του Iser και του Zauss μέσα σε ένα ποιητικό κείμενο που μας γοητεύει ως λογοτεχνική γραφή, μας ενθουσιάζει ως πλοκή και συχνά μας προκαλεί ένα αβίαστο μειδίαμα. Άλλωστε σε μια συνέντευξή του ο συγγραφέας είχε πει: “L’ humour c’ est important pour alleger la noirceur”. (Το χιούμορ είναι σημαντικό για να υπερβούμε τη μαυρίλα). Το κείμενό του πράγματι μας ενθαρρύνει στη ζωή, θυμίζοντας ότι δίπλα στο σκοτεινό και το θολό βρίσκεται το φωτεινό, ότι κοντά στο χαμερπές αναδύεται το υψηλό και το αληθινό και ότι η βαρβαρότητα ξεπερνιέται από τις δικές μας διαυγείς επιλογές.
Εύη Ζερβού Καλλιακούδη
Σχολιάστε