Ένα πρωί, νωρίς, Virginia Baily, μτφρ. Μ. Αγγελίδου, Ίκαρος,2016-ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ο θησαυρός μιας αφήγησης
Ένα πρωί, νωρίς, στη Ρώμη του 1943, για πρώτη και τελευταία φορά, διασταυρώνονται οι ματιές δυο γυναικών. Η μία είναι η Κιάρα Ραβέλο. Η άλλη «φοράει μαργαριταρένια σκουλαρίκια και σκούρο πράσινο καπελάκι στο κεφάλι»(σελ. 29). Μεταξύ τους, χωρίς λόγια, μόνο με φοβισμένα μάτια, κλείνεται μια μυστική συμφωνία για ένα επτάχρονο αγόρι, τον Ντανιέλε Λέβι. Ένα τεράστιο βιβλίο – κιβώτιο. Είναι γεμάτο θησαυρούς: ευαισθησία, ανθρωπιά, προσδοκία, διάψευση, λαχτάρα, φόβοι, όνειρα, απογοητεύσεις, κάθαρση.
Με τη ματιά της Εύης Ζερβού Καλλιακούδη
Η Αγγλίδα συγγραφέας Β. Μπέιλι, στα 26 κεφάλαια του βιβλίου της, πλάθει μια εμπνευσμένη αφήγηση, δίνοντας προτεραιότητα στους ανθρώπινους χαρακτήρες , τα όνειρα και τα πάθη τους.
Με σκηνικό τον πόλεμο αποκαλύπτει προσωπικά δράματα και οικογενειακά μυστικά, ζωγραφίζει ελαιώνες της ιταλικής υπαίθρου και δρόμους της ιταλικής πρωτεύουσας, αποτυπώνει αντιθετικές καταστάσεις όπως τη θαλπωρή και την ανασφάλεια, την τρυφερότητα και τη μοναξιά, τις ελπίδες και τους εφιάλτες, την ανθρωπιά και τη βαρβαρότητα. Οι βασικοί χαρακτήρες του έργου της βιώνουν το παρόν (1973) και , ταυτόχρονα, το παρελθόν (1943) και επιβιώνουν μέσα στο χρόνο προσπαθώντας αδιάκοπα να επουλώσουν τα οδυνηρά ίχνη, που τα κουβαλούν σαν βαρύ φορτίο.
Καθηγήτρια γλωσσικών μαθημάτων, μεταφράστρια και επιμελήτρια κειμένων, η Β. Μπέιλι είναι εξοικειωμένη με τις τρέχουσες αφηγηματικές λογοτεχνικές τεχνικές που διαρθρώνουν τα σημερινά μυθιστορήματα. Στο Ένα πρωί, νωρίς επιλέγει την τεχνική της παράλληλης αφήγησης, καθώς ξετυλίγει δυο μπερδεμένα κουβάρια, που ανήκουν σε δυο διαφορετικές εποχές και, μέχρι ενός σημείου, σε δυο διαφορετικούς τόπους.
Το ένα έχει αφετηρία την εβραϊκή γειτονιά της Ρώμης του 1943, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Κεντρική μορφή εδώ είναι η Κιάρα, που ταξιδεύοντας μέσα σε ένα απειλητικό και επικίνδυνο περιβάλλον, κατορθώνει να φτάσει με τρένο «στους λόφους» και στη συνέχεια «με άλογο και κάρο … ως το ψηλότερο χωριό», … «… στο σπίτι της νόνας».
Δεν είναι μόνη. Ταξιδεύει μαζί με την ανήμπορη Σεσίλια, την αδελφή της, και τον μικρό σιωπηλό Ντανιέλε. «(Η Κιάρα) σκύβει πάνω του, τον φαντάζεται όχι σαν άλμπατρος, αλλά σαν πουλάκι μικρό, σπίνο ίσως, έναν νεοσσό που έπεσε από τη φωλιά του» (σελ. 154). Και οι τρεις διασχίζουν αποβάθρες τρένων, βολεύονται έντρομοι σε αίθουσες αναμονής «που μυρίζουν παραφίνη και ζεσταμένη σκόνη» και συνωστίζονται σε ασφυχτικά γεμάτα βαγόνια. Βιώνουν, ο καθένας με τον τρόπο του, τους εφιάλτες της εποχής.
Και ύστερα, στο κτήμα της νόνας, ο ελαιώνας, οι «βραγιές με τα λάχανα, τα μπρόκολα, τα όψιμα μαρούλια, τ ΄ αντίδια, το σπανάκι, τους άσπρους βολβούς του μάραθου που ξεμυτίζουν από το χώμα» (σελ. 242) σταλάζουν για λίγο, μόνο για λίγο, μια παρηγοριά στην καρδιά τους. Η ιστορία κάνει κύκλο. Καταλήγει και πάλι στη Ρώμη, στη Βία Γκαριμπάλντι. Εκεί στο μπρούτζινο άγαλμα της Ανίτας Γκαριμπάλντι ο μικρός Ντανιέλε, χέρι με χέρι με την Κιάρα, αφήνει τα σημειώματα που γράφει στη μαμά του, αυτά που η ίδια δεν θα λάβει ποτέ.
Το νήμα στο δεύτερο κουβάρι της αφήγησης έχει αφετηρία το Κάρντιφ της Ουαλίας. Χρονικά διαδραματίζεται 30 χρόνια μετά, το 1973. Εδώ οι πρωτοβουλίες ανήκουν στην έφηβη Μαρία, που από το Κάρντιφ φτάνει στη Ρώμη θέλοντας να ανακαλύψει αλήθειες. Έχει, άραγε, κάποια σχέση με τον Ντανιέλε; Πώς θα πλησιάσει την Κιάρα; Ποιος δεσμός φέρνει κοντά τις δυο γυναίκες;
Η συγγραφέας με γλαφυρό τρόπο, χαρακτηριστικό που, ευτυχώς, διασώζει και η πολύ καλή μετάφραση, ξετυλίγει γρήγορα τη δράση, χωρίς, όμως, να στερεί τους χαρακτήρες από το βάθος τους. Ο Αντόνιο, η Ασούντα, η Σιμόν, ο Τζάνι, ο Μπράϊαν, η Νελ, ο Πάτρικ, η Έντνα κι άλλοι ακόμη σχετίζονται με ποικίλους τρόπους με τα κεντρικά πρόσωπα, τα φωτίζουν και τα εμπλουτίζουν με καινούργιες πτυχές. Και όλοι ή σχεδόν όλοι δένονται με φανερούς ή μυστικούς δεσμούς με τον Ντανιέλε.
Ποιος είναι τελικά ο Ντανιέλε; Την ιστορία του τη μαθαίνουμε με ευρηματικό τρόπο, έμμεσο και πλάγιο, μέσα από τραυματικά σπαράγματα ενθυμήσεων της Κιάρας. Ποιες μνήμες της θα μοιραστεί με την Μαρία; Οι δυο κεντρικές γυναικείες μορφές του μυθιστορήματος, η ώριμη και η έφηβη, σε ποια επίπεδα θα επικοινωνήσουν;
Το τέρμα της δεύτερης παράλληλης αφήγησης συμπίπτει, τοπικά και δραματικά, με το τέρμα της πρώτης αφήγησης. Διαδραματίζεται στο ίδιο πάντα σκηνικό, στη Ρώμη, στο μνημείο της Ανίτας Γκαριμπάλντι. Ένα καινούργιο σημείωμα, με αποδέκτη αυτή τη φορά, θα παίξει τον ρόλο του μίτου της Αριάδνης προκαλώντας συναντήσεις και συναισθηματικές κινητοποιήσεις. Το άγαλμα ως κόμβος της παροντικής (1973), αλλά και της διπλής παρελθοντικής ιστορίας που εμπεριέχει, γίνεται χώρος – σύμβολο και σημείο οριακό. Εδώ θα ανατραπούν υποψίες, ακόμη και βεβαιότητες, θα αποκαλυφθούν αλήθειες και θα επουλωθούν τραύματα.
Τα πρόσωπα στη δεύτερη αφήγηση κινούνται σε μια πανέμορφη Ρώμη με γραφικά καφέ, τροταρίες, την υπαίθρια αγορά του Κάμπο ντέι Φιόρι, το παζάρι του Πόρτα Πορτέζε. Νοιώθουμε ως αναγνώστες περιδιαβαίνοντας μαζί με την Μαρία τη Ρώμη «μια ατελείωτη, απέραντη ευχαρίστηση από στενά δρομάκια και απρόσμενες πλατείες, συντριβάνια και σκάλες, κολόνες κι αψίδες … και το ήσυχο, δροσερό καταφύγιο των εκκλησιών» (σελ. 384-5). Είναι σαν να « ανασαίνουμε» την πόλη, σαν η πόλη να «τρυπώνει» μέσα μας. Σε αυτόν τον τόπο με όλη την ομορφιά και την ιστορία του προοικονομείται η κάθαρση, που αν και κάπως βεβιασμένη, επέρχεται ως δώρο καταπραϋντικό και καθαρτήριο για τον αναγνώστη.
Το Ένα πρωί, νωρίς είναι ένα χορταστικό, καλογραμμένο μυθιστόρημα, γραμμένο με την ευαισθησία μιας γυναίκας, που ασχολείται πολύ με τη Λογοτεχνία. Διαβάζει, γνωρίζει καλά την παγκόσμια λογοτεχνία και εκδίδει τη λογοτεχνική εφημερίδα Riptide. Είναι μια ευτυχής στιγμή στα εκδοτικά πράγματα. Το ευκολοδιάβαστο και το ουσιώδες, το ποιοτικό και το εμπορικό συνυπάρχουν.
Εύη Ζερβού – Καλλιακούδη
Σχολιάστε