Ασκήσεις περιέργειας, Κ. Βρεττάκου, Ποταμός, 2016
Ασκήσεις πολλαπλών αναγνώσεων
Σε μια ηλικία ωριμότητας σκύβει κανείς στην ψυχή του για να ακουμπήσει σε μνήμες, ακόμη κι αν είναι θλιβερές. Θέλει να ανασάνει λίγο αέρα από το παρελθόν, ακόμη κι αν νιώθει ασφυκτική αυτού του είδους την εισπνοή. Αποπειράται, ωθούμενος από μια βαθύτερη περιέργεια, να φωτίσει ασαφείς πτυχές της ζωής του, να ανακαλύψει κρυμμένα μυστικά και να αποκρυπτογραφήσει ξεχασμένους κώδικες. Σαν να αποφασίζει να τελειώνει τις παρτίδες με το παρελθόν, παρόλο που εξακολουθεί να παραμένει δέσμιος και, ταυτόχρονα, προσκυνητής του.
Με τη ματιά της Εύης Ζερβού Καλλιακούδη
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, ο Κώστας Βρεττάκος γεύεται ξανά « την πρώτη αληθινή Καθαρή Δευτέρα της ζωής μου (του). Τα Κούλουμα … το 1947 στα γυαλάδικα της Δραπετσώνας», τότε που διάβαζε Τα αετόπουλα και τα ταξίδια του Γκιούλιβερ. Γυρίζει στα χρόνια της Ιταλίας, όταν διάβαζε σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία με λεξικό και άρχισε να μεταφράζει Αντόνιο Γκράμσι. Θυμάται, με αφορμή μια ανάρτηση στο face book, την αποχαιρετιστήρια βραδιά στη Ρώμη και τα έξι χειρόγραφα με τα ποιήματά του, «ενθύμιο συντροφικότητας». (Σελ.116). Το εναρκτήριο κείμενο των ποιητικών χειρογράφων το είχε πρωτογράψει στη μητέρα του. Ήταν το πρώτο γράμμα που της έστειλε από τη Ρώμη.
Είναι εσωτερική ανάγκη, φαίνεται, η οδοιπορία στη μνήμη, κυρίως όταν σκοντάφτει συνέχεια στη μητρική φιγούρα. Ο συγγραφέας ανακαλεί συνέχεια, για χρόνια, την εικόνα της. Στο δείπνο των γενεθλίων του, φτιάχνουν τη συνταγή της, γαλατόπιτα. Βρίσκει τη φοιτητική της ταυτότητα και την αντιμετωπίζει σαν κομψοτέχνημα. Δίπλα στη φωτογραφία της, τη μέρα των γενεθλίων της, βάζει ένα λουλούδι. Ο Κώστας Βρεττάκος της αφιερώνει το βιβλίο του Ασκήσεις Περιέργειας (Ποταμός, 2016): «Στη μνήμη της μητέρας μου, Πιπίτσας». Και αρχίζει η περιπέτεια της αναζήτησης. «…έχω ανάγκη από πρόσθετα βοηθήματα: την οικογενειακή αλληλογραφία, δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα και θραύσματα από αφηγήσεις τρίτων». (Σελ. 12)
Πράγματι, ο αφηγητής, μας κάνει μέτοχους της διαδικασίας συγγραφής, καθώς αναζητά τον τρόπο με τον οποίο θα διοχετεύσει στο χαρτί ένα πλούσιο αυτοαναφορικό υλικό δεκαετιών. Μας δείχνει τις αγωνίες του για το ύφος γραφής που επιλέγει. Με ειλικρινή μετριοφροσύνη διερωτάται αν το υλικό του παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον για τον αναγνώστη. Φλερτάρει με την ιδέα της μυθιστορίας σε πρωτοπρόσωπη γραφή, αλλά δεν τολμά, ίσως, επειδή «εύρισκε(α) τη ζωή του (μου) ασήμαντη». (Σελ. 37).
Κάποια στιγμή ισχυρίζεται ότι γράφει ημερολόγιο, ταυτόχρονα, όμως, εξωτερικεύει αμφιβολίες για την επιλογή της πρωτοπρόσωπης γραφής. «Πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σε διάφορες εκδοχές. Είτε να κρατήσω μια απόσταση από τον αναγνώστη, χρησιμοποιώντας το κλασικό τρίτο πρόσωπο, είτε να πάρω επάνω μου όλη την ιστορία, υιοθετώντας τον κλειστοφοβικό μονόλογο που παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι με την περιέργειά του». (Σελ. 49). Μας μεταφέρει την πίεση του χρόνου που νοιώθει και που τον αναγκάζει να πάψει να δειλιάζει και να χρονοτριβεί. Δεν υπάρχει πολύς χρόνος; «Πριν από λίγο καιρό ενίσχυσα τους χτύπους της καρδιάς με ένα βηματοδότη. Νιώθω τη σκληράδα του μέταλλου ψηλά στο στήθος μου. Ο σταθερός της ρυθμός μοιάζει με αντίστροφη μέτρηση». (Σελ.40).
Αναζητά αρωγή στις κινηματογραφικές του σπουδές. Θυμάται τον Νάννι Λόι . Το σενάριο χρειάζεται άποψη. Χρειάζεται και απόφαση. Αποφασίζουμε τι θέλουμε να πούμε, έλεγε στους μαθητές του. Ο αναγνώστης, σιγά-σιγά, προσδιορίζει τη σχέση συγγραφέα και κειμένου, κατανοεί τη συνάφεια ανάμεσα στον αφηγητή και τις μνήμες, καθώς συναισθάνεται πώς όνειρα, αναμνήσεις και βιώματα μετατρέπονται, μετά από δύσκολη κυοφορία, σε γραπτό.
Και η πρόθεση του αφηγητή; Αυτό είναι ένα ερώτημα, που προκύπτει στη διάρκεια της ανάγνωσης. Διάθεση συναισθηματικής αποκατάστασης της μητέρας, κατάθεση αντίδωρου από τον ιδιωτικό χώρο, μαρτυρία μιας δύσκολης και φορτισμένης εποχής, προοπτική διατήρησης στη μνήμη ή, μήπως, εξομολόγηση; Τι θα απαντούσε, άραγε, ο ίδιος ο συγγραφέας;
Το σίγουρο είναι ότι στο κείμενό του συναντώνται πολλά κειμενικά είδη. Ο Κ. Β. ανατρέχει σε μνήμες οικογενειακές, που τις διοχετεύει αποσπασματικά στις γραμμές του. Αν ξεχαστούμε διαβάζοντας τις σελίδες του, έχουμε την αίσθηση ότι διαβάζουμε roman familial. Η αναμνηστική γραφή ακουμπάει τη μαρτυρία και οι αυτοπροσωπογραφικές σελίδες συνυπάρχουν με τα γεγονότα της ιστορίας. Είναι σαν οι προσωπικές ιστορίες, όταν αποκρυσταλλώνονται, να γίνονται ιστορία των τόπων και ιστορία των ανθρώπων.
Η ιστορική μαρτυρία του μετεμφυλιακού τραύματος που είναι διαγενεακό, μεταφέρεται στις σελίδες με τρόπο λιτό, μετριοπαθή, ίσως γι’ αυτό, στα μάτια τα δικά μου, και απολύτως σπαραχτικό. Οι προσωπικές ιστορίες εφάπτονται με τις ιστορικές μαρτυρίες. Το κείμενο αποτελεί πολύτιμη γραμματολογική μαρτυρία, μια που ο σιωπηλός πατέρας, ο Λυκούργος, «ομότεχνος του Εγγονόπουλου», ξέρουμε ότι είναι ο σπουδαίος ποιητής της Αριστεράς, ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991).
Ο συγγραφέας σκόπιμα φωτίζει πολύ διακριτικά τα αγαπημένα του πρόσωπα, που κινούνται ανάμεσα στη μυθοπλασία και την αλήθεια. Γεγονότα, πρόσωπα, υποκειμενική αίσθηση και μύθος συνυφαίνονται με τέτοιον τρόπο, που ο αναγνώστης αδυνατεί να τα ξεχωρίσει. Μένουμε με το δίλημμα: Ρεαλιστική, άραγε, αναφορά ή, μήπως, επινοημένη;
Κεντρική φιγούρα η μητέρα του. Έτσι, τουλάχιστον, φαίνεται στην πρώτη ανάγνωση. Πολύ συχνά μιλάει, άμεσα και σταράτα. Ακούμε τη φωνή της. «(Ο πατέρας σου) με σκέπασε προστατευτικά από την πρώτη στιγμή. Ούτε για μια στιγμή δεν μ’ έκανε να νιώσω ανάπηρη. … Εγώ, αντίθετα, με τη συμπεριφορά μου, του θύμιζα συνεχώς την αναπηρία μου. Τον έκανα να νιώθει ενοχές». (Σελ. 279).
Όσο προχωρούμε, όμως, την ανάγνωση, κατανοούμε ότι στην πραγματικότητα η μητέρα είναι η πρόφαση για να εξωτερικεύσει αγωνίες, σκέψεις και βιώματα ο ίδιος ο αφηγητής. Επιχειρώντας να της δώσει φωνή, να την μετακινήσει από τη σιωπηλή της θέση και να την κάνει να μιλήσει «για όσα βίαια της απαγόρευσαν να αποκαλύψει και όσα η ίδια απέκρυψε», διευκολύνει την παραβίαση του δικού του χώρου και αφήνει τη φωνή του να ακουστεί ανεπιτήδευτα, αναιρώντας τη γραμμικότητα του χρόνου.
Το όνομα Καλλιόπη, έχει ξεχαστεί. Όλοι την φωνάζουν Πιπίτσα. Διαισθανόμαστε τις πιντερικές σχέσεις ανάμεσα στον Λυκούργο και την Πιπίτσα. Ωστόσο, ο ποιητής, όταν εκείνη αποφάσισε να υπηρετήσει στο απομονωμένο Καλέντζι, «αφιέρωσε τέσσερα συγκινημένα ποιήματα στη γυναίκα με το τσακισμένο χέρι … Διέκρινε στην πράξη της μια διάσταση αυτοθυσίας». (Σελ.317). Και στα πρώτα χρόνια τής γνωριμίας τους, ο ποιητής της «χάρισε» ένα ακόμη όνομα: «Θα είσαι η Ευμαία μου» είπε. Με αυτό το ψευδώνυμο η Πιπίτσα υπέγραφε τα επαναστατικά άρθρα της, όταν έγραφε στον τοπικό τύπο της Λακωνίας, σε καιρούς εξαιρετικά δύσκολους για τους αγωνιστές και τους απλούς ανθρώπους της αριστεράς.
Στα γεράματά της αναλαμβάνει να κατηγοριοποιήσει όλο το χειρόγραφο ακατάτακτο έργο του ποιητή, το φωτογραφικό υλικό, όλο το αρχείο του, πριν παραδοθεί στη Βιβλιο-θήκη της Σπάρτης, όπως ήταν η επιθυμία του ίδιου του Λυκούργου. Η Πιπίτσα, όμως, δεν αντέχει να αναμετρηθεί με τις μνήμες, που προκαλεί η αλληλογραφία του ποιητή. Τα όριά της δοκιμάζονται, όταν ανακαλύπτει τρυφερές προσφωνήσεις. Διαβάζει και ξαναδιαβάζει τα γράμματα, σημειώνει, ξαναγράφει με άλλο τρόπο τις δικές της παλαιές επιστολές προς τον ποιητή, αλλάζοντας το περιεχόμενο. Τώρα, στο παρόν, ενδύεται το ένδυμα του παρελθόντος. Υποδύεται την Πιπίτσα του τότε και γράφει ό,τι θα ήθελε να είχε γράψει τότε. Αποδέκτης πάντα ο ποιητής, νεκρός πια.
«Η αλληλογραφία είναι ένας τεράστιος ρουφιάνος. Ξυπνάει μνήμες που θέλουμε να εξαφανίσουμε. Ακόμα κι όσα αποκρύπτονται επιμελώς, ξετρυπώνουν ξαφνικά μέσα απ’ τις λέξεις. Ανώνυμες καρτ-ποστάλ που παραπέμπουν σε στίχους του πατέρα σου … Ο κόσμος λέει πως θυσιάστηκα. Δεν είναι αλήθεια. Κάθε απελπισμένη δική μου κίνηση είχε αποδέκτη τον Λυκούργο, αλλά τελικό της προορισμό εμένα. Εγώ ένιωθα ανεπαρκής. Φτάσαμε αρκετές φορές στον χωρισμό. Ίσως θα έπρεπε να το είχαμε επιχειρήσει, αν ήμασταν περισσότερο δυνατοί» (σελ.279), εκμυστηρεύεται στο γιο της η Πιπίτσα.
Ο Κ. Βρεττάκος γράφει με μετριοπάθεια. Χωρίς διάθεση αγιοποίησης, χωρίς διάθεση κατάκρισης. Μιλούν, άλλωστε, τα ίδια τα γεγονότα. Και ο σκηνοθέτης – συγγραφέας μας αφήνει να τα ακούσουμε όσο αντέχουμε, να τα δούμε και να τα φτάσουμε μέχρι εκεί που μπορούμε. Σαν σε μαυρόασπρη ταινία ξετυλίγονται χώροι και ανθρώπινη δράση. Οι χώροι υποδηλώνουν «το αίσθημα της προσωρινότητας», όπως το σπίτι της οδού Καραϊσκου, με το τσίγκινο βρυσάκι, τον σοβά της οροφής να κρέμεται και δυο μικρές βαλίτσες στην είσοδο, «σε περίπτωση που θα έπιαναν τους δικούς μας». (Σελ.151).
Όλοι κατατρεγμένοι, αλλά μεγαλειώδεις, οραματιστές και γενναίοι, και, συγχρόνως, μικροί και ανθρώπινοι, στέκονται αλληλέγγυοι, ο ένας δίπλα στον άλλον. Υποστηρίζουν και υποστηρίζονται, προστατεύουν και προστατεύονται, ακούνε και ακούγονται.
Ο Λυκούργος απολύεται από το Υπουργείο εργασίας. Πού να μείνουν; Η οικογένεια στη διάρκεια της Κατοχής φιλοξενείται στο σπίτι του Κύπριου ποιητή Λεωνίδα Παυλίδη, ο οποίος ήδη έχει συλληφθεί και βρίσκεται έγκλειστος στο Άουσβιτς. Τρία χρόνια αργότερα, το 1946, η χαράκτρια Βάσω Κατράκη με τον άντρα της βρίσκουν καταφύγιο στο σπίτι του Λεωνίδα. Μοιράζονται τις κάμαρες και το λιγοστό ψωμί. Οι δρόμοι φίλων γκαρδιακών διασταυρώνονται στα δύσκολα. Ο Σέργιος, κουβαλάει τα λιγοστά μπογαλάκια της οικογένειας στις μέρες του τρόμου, ο Κεφαλονίτης Θέμος Αμούργης είναι ο από μηχανής θεός τους, η Κούλα «έγινε η παραμάνα» , καθώς « με τον Λυκούργο και την Πιπίτσα οι σχέσεις … ήταν περιορι-σμένες». (Σελ. 139). Ο Γιάννης, ο Νεοζηλανδός Λαμορίς, βρίσκει καταφύγιο στα χρόνια της Κατοχής στην Πλούμιτσα, στο σπιτικό του παππού. Και όμως, δεν υπάρχει η αίσθηση κάποιας ηρωικής αυταρέσκειας, απουσιάζει εντελώς η έπαρση στις γραμμές του Κ. Β.
Το βιβλίο έχει ένα παράξενο και γοητευτικό χαρακτηριστικό. Μπορούμε να το διαβάσουμε όπως θέλουμε. Αρχίζοντας ανορθόδοξα από το τέλος ή αρχίζοντας κανονικά από την αρχή ή ακόμη – ακόμη αρχίζοντας αιρετικά από το μέσον. Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας, όταν διαβάζει, δεν θέλει να βάζει σελιδοδείκτες σε μια ιστορία. «Αγαπώ τα βιβλία που μπορώ να διαβάζω ανοίγοντάς τα σ’ οποιαδήποτε σελίδα, δίχως να με βαραίνει το πριν ή το μετά», γράφει. (Σελ. 30).
Στις αναγνώσεις καθρεφτιζόμαστε. Ο αναγνώστης αναμετριέται με τον εαυτό του διαβάζοντας το κείμενο του Κώστα Βρεττάκου. Θα το διαβάσει ως χρονικό της σχέσης μητέρας – γιου; Θα το αντιμετωπίσει ως κομμάτι ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας; Θα δει στις σελίδες του στοιχεία της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας; Θα σταματήσει στις ανθρώπινες σχέσεις; Θα συναντηθεί με τόπους και ανθρώπους; Ίσως σκεφτεί ότι κάποιες σελίδες αφορούν τη διαδικασία δημιουργικής γραφής; Οι Ασκήσεις Περιέργειας είναι ένα βιβλίο ανοιχτό σε ποικίλες αναγνώσεις.
Εύη Ζερβού Καλλιακούδη
Σχολιάστε